Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενιώθανε άψυχο —αφανισμένο—
μια σάρκα τώρα ποταπή —το πνεύμα του χαμένο—
ανυπεράσπιστο —χωρίς πνοή—
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα που είναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σάς τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.» — Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
[1897]
Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.