Μισέλ Ονφρέ: Ντε Σαντ - ένας κοινός σεξουαλικός εγκληματίας

Μισέλ Ονφρέ: Ντε Σαντ - ένας κοινός σεξουαλικός εγκληματίας

Ενάντια στον μύθο ενός μη σαδιστή Σαντ.

Πρώτη κοινοτοπία: ο Σαντ δεν ήταν σα­διστής. Διαβάζουμε στον Απολλιναίρ: «Νομίζω πως ο μαρκήσιος ντε Σαντ ήταν λιγότερο ένοχος από όσο κάποιοι ισχυρίζο­νταν». Ας αφήσουμε κατά μέρος το «νομίζω» και το «κάποιοι», έστω και αν, για την ακρίβεια και την κατανόηση της συζήτησης, ο κάθε αναγνώστης επιθυμεί να γνωρίζει, με αιτιολόγηση, επιχειρήμα­τα, αποδείξεις, για ποιον λόγο πιστεύει ο ποιητής ότι ο πεζογράφος δεν υπήρξε ο ένοχος που η ιστορία υποδεικνύει, εντούτοις, χωρίς καμιά αμφισβήτη­ση! Ποιος κρύβεται πίσω από αυτό το τόσο βολικό «κάποιοι», ώστε να αποφεύγει να κατονομάζει τους αντιπάλους του σε αυτό το εγχείρημα;

Όταν ο Απολλιναίρ γράφει αυτήν τη φράση, αναφέρεται στην υπόθεση Ροζ Κελλέρ. Ας κάνουμε λοιπόν λίγο ιστορία:

στις 3 Απριλίου 1768, ο Σαντ πλησιάζει στον δρόμο μια ζητιάνα τριάντα έξι χρονών, την Ροζ Κελλέρ. Χήρα, άνεργη υφάντρα, φτωχιά, ζητιανεύ­ει. Ο μαρκήσιος της προσφέρει ένα σημαντικό ποσό αν τον ακολουθήσει στο σπίτι του. Εκείνη αρνείται. Τότε αυτός της απαντά ότι τον έχει παρεξηγήσει, και ότι θέλει απλώς να του καθαρίσει το σπίτι. Εκείνη δέχεται. Την ανεβάζει σε μια άμαξα και την οδηγεί σε μια εξοχική κατοικία.

Σε όλη τη διάρκεια του τα­ξιδιού, ο μαρκήσιος προσποιείται τον κοιμισμένο. Μόλις φτάνουν, την κλειδώνει σε ένα δωμάτιο. Μια ώρα αργότερα, επιστρέφει, την οδηγεί σε ένα άλλο δωμάτιο και της ζητάει να γδυθεί. Εκείνη αρνείται. Την απειλεί με θάνατο και της υπόσχεται ότι, αφού τη θανατώσει με τα χέρια του, θα τη θάψει στο βά­θος του κήπου του. Ο Σαντ φεύγει από το δωμάτιο. Αυτή, τρομοκρατημένη, γδύνεται, αλλά κρατάει το εσώρουχό της. Ο Σαντ επιστρέφει και της αποσπά αυτό το μοναδικό ρούχο.

Στη συνέχεια την πετάει σε έναν καναπέ, μπρούμυτα, αφού της δέσει τα πόδια και τα χέρια. Την ακινητοποιεί πιέζοντας με ένα μα­ξιλάρι τον αυχένα της. Την μαστιγώνει με βία. Εκείνη φωνάζει. Αυτός επαναλαμβάνει τις απειλές του ότι θα την σκοτώσει και της λέει ότι δεν θα διστάσει να θάψει το λείψανό της στον κήπο. Αυτή συγκρατεί τις κραυγές της. Την χτυπά πέντε-έξι φορές, πότε με ρα­βδί και πότε με καμουτσίκι. Χαράζει τη σάρκα της με έναν σουγιά και, στη συνέχεια, για να επιτείνει τον πόνο, χύνει λιωμένο κερί στις αιμάσσουσες πληγές.

Αυτή φοβάται να πεθάνει αμαρτωλή και ζητάει να κοινωνήσει. Ο Σαντ την καθησυχάζει: θα την εξομολογήσει ο ίδιος... Έπειτα εκσπερματώνει βγάζοντας κραυγές ζώου. Κλειδώνει το θύμα του σε ένα άλλο δωμάτιο και της λέει ότι θα την ξανασυναντήσει το βράδυ. Αυτή φτιάχνει ένα σκοινί με τα σεντόνια και δραπετεύει από το παράθυρο...

Αν πιστέψουμε τον Απολλιναίρ, το πράγμα φαί­νεται υπερβολικό, ο Σαντ αποδεικνύεται λιγότερο ένοχος από όσο υποστηρίζουν κάποιοι. Θα θέλαμε να γνωρίζουμε: πρώτον, ποια είναι τα πραγματικά εγκλήματα που του αποδίδουν αυτοί οι «κάποιοι», και δεύτερον, γιατί είναι λιγότερο ένοχος από όσο λένε. Ελλείψει όμως πληροφοριών για το πρώτο, τη φύση των κατηγοριών των «κάποιων», δεν μπορού­με να κατανοήσουμε το δεύτερο, την υποτιθέμενη απουσία ενοχής...

Ακόμα και αν αυτή η υπόθεση εί­ναι κακοστημένη από την πλευρά του Απολλιναίρ, είναι προτιμότερη μια κακοστημένη υπόθεση που την υπερασπίζεται ένας καλός παιδαγωγός, αρνούμενος την ιστορική αλήθεια, από μια καλή υπόθεση που την παρουσιάζει ο πρώτος τυχών που δε δια­θέτει ένα αυτοεκπληρούμενο λογοτεχνικό θράσος...

Η αγέλη των σαδικών δεν ψάχνει και πολύ για να υπερασπιστεί τον ήρωά της. Υπερβολικά τεμπέλη­δες, ή στερημένοι από ιδέες, επαναλαμβάνουν όλοι τα επιχειρήματα του Απολλιναίρ, χωρίς ένα δράμι κριτικής σκέψης. Η ανάγνωση αυτής της φιλολογίας αποτελεί ένα φεστιβάλ κακοπιστίας, μια ανθολογία καθαρμάτων, αν μου επιτρέπεται η χρήση της σαρτρικής έννοιας...

Άλλοι πάλι θεωρούν ότι το λιωμένο κερί δεν είναι λιωμένο κερί, αλλά επουλωτική αλοιφή – αυτή είναι η υπερασπιστική γραμμή του ίδιου του Σαντ! Στον αντίποδα όλης αυτής της σκηνογραφίας, όπου πρόκειται για μια πραγματική ιστορία απόλαυσης μέσα από την κακοποίηση, ο μαρκήσιος υποτίθεται ότι ευεργετεί εφαρμόζοντας επάνω στις πληγές, που προκαλεί, ένα βάλσαμο για να απαλύνει τον πόνο! Εδώ αγγίζουμε τη γελοιότητα…

Όταν ο δήμιος Σαντ επινοεί ένα βασανιστήριο για το θύμα του, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι στην πραγματικότητα προτείνει ένα φάρμακο για μία σύντροφο για την οποία εκφράζει ενσυναίσθηση - ελάχιστα σαδικό συναίσθημα… Με άλλα λόγια: όταν ο Σαντ κάνει το κακό, σημαίνει ότι κάνει το καλό - και μάλιστα πράττει σωστά…

Για να αθωώσουν τον εκτελεστή αυτών των φεουδαλικών σεξουαλικών πράξεων, ορισμένοι αντιστρέφουν κυριολεκτικά τη σκηνή και -το γνωρίζουν, άραγε;- αναπαράγουν έτσι την άποψη του αριστοκρατικού Τύπου της εποχής, που υπερασπίζεται την τάξη του: η νεαρή άνεργη γυναίκα, η ζητιάνα που έχει κακοποιηθεί από τον μαρκήσιο, το μαρτυρικό θύμα του αριστοκράτη, όλα τεκμηριω­μένα γεγονότα, μετατρέπεται, χωρίς αποδείξεις, σε συφιλιδική πόρνη που εξαπάτησε τον Σαντ αποκρύβοντας την αρρώστια της και προσπαθώντας να τον μολύνει!

Ο τελευταίος, μεγάλος άρχοντας, αλλά καθόλου κακός άνθρωπος, δοκίμασε επά­νω της μια φαρμακευτική αλοιφή που θεραπεύει τα αφροδίσια νοσήματα! Δυσκολευόμαστε να κα­τανοήσουμε γιατί αυτός ο φαρμακοποιός, που ξαφνικά εγκολπώθηκε την αρετή της αγάπης προς τον πλησίον, χρειάστηκε, για να ασκήσει αυτήν τη χειρονομία φιλανθρωπίας, να την χτυπήσει, να την κακοποιήσει, να την τυραννήσει, να την φυλακίσει και να χαράξει τη σάρκα της με σουγιά...

Αφού αρνηθήκαμε την πραγματικότητα, μια και τα αποδεδειγμένα γεγονότα δεν άξιζαν να γίνουν πιστευτά, αφού μετατρέψαμε τον δήμιο σε φιλάνθρωπο, φίλο της ανθρωπότητας που σκοπό έχει την καταπολέμηση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, δεν έμενε άλλο παρά να κάνουμε το θύμα δήμιο...

Η κοινωνική προέ­λευση αρκεί: άνεργη, χήρα, ζητιάνα, η Ροζ Κελλέρ δεν μπορεί παρά να είναι ιδιοτελής, με κίνητρο τον φθόνο, το χρήμα, που επιθυμεί να εκδικηθεί έναν δυστυχή εκπρόσωπο της αριστοκρατίας, του οποί­ου το μοναδικό σφάλμα είναι ότι είναι πλούσιος και μαρκήσιος...

Η παρισινή αριστερά οικειοποιείται το σύνθημα, «εργατική τάξη, επικίνδυνη τάξη»: τολμά κανείς να αμφισβητήσει τον λόγο ενός μαρκησίου, απόγονου του Οίκου των Κοντέ7, απέναντι στον ανάξιο λόγο μιας πόρνης, όπως γράφει στην ουσία ο Ζαν-Ζακ Ποβέρ;

Μια φτωχή γυναίκα που ζητιανεύει και δέχεται ένα σκούδο για να δουλέψει ως καθαρίστρια, και στη συνέχεια βρίσκεται σε ένα απομονωμένο σπί­τι να βασανίζεται από τον Σαντ, σίγουρα τα ’θελε και τα ’παθε... Είναι γνωστό από πάντα ότι αυτό εί­ναι το επιχείρημα των βιαστών, που ορκίζονται σε θεούς και δαίμονες ότι το θύμα τους συναινούσε!

Επομένως, το θύμα καθίσταται ύποπτο ότι κατηγο­ρεί έναν αθώο φουκαρά για να πλουτίσει από την αποζημίωση. Εξάλλου, ο Ντελέζ μας το ξεκαθάρι­σε: αφού η γλώσσα του Σαντ είναι η γλώσσα του θύματος, τότε, η γλώσσα του θύματός του είναι η γλώσσα του δημίου...

Να προσθέσουμε, δε, πως η υπόθεση Κελλέρ δεν είναι η μόνη. Είναι και άλλες που πρέπει να πιστωθούν στον Σαντ, με πιο γνω­στή εκείνη της Μασσαλίας, στις 25 Ιουνίου 1772, καθώς επίσης, και η άσκηση βίας, οι ξυλοδαρμοί και οι τραυματισμοί νεαρών κοριτσιών που είχε προσλάβει σαν υπηρετικό προσωπικό στον πύρ­γο του· ή μία άλλη περίπτωση που προκάλεσε την εμφάνιση ενός πατέρα ο οποίος επιχείρησε να υπε­ρασπιστεί την προσβεβλημένη τιμή της κόρης του πυροβολώντας τον μαρκήσιο· και χωρίς βέβαια να αναφερθούμε σε όλες εκείνες τις υποθέσεις που θάφτηκαν - είναι γνωστές οι προσπάθειες της οικογένειάς του να προστατεύσει το ταραχώδες μέ­λος της, σε αντίθεση με άλλον έναν μύθο που τον παρουσιάζει ως θύμα των συγγενών του...

Ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις θα φτάσουν μέ­χρι τα δικαστήρια, παρά την προστασία που διαθέτει κάθε ευγενής, τον 18ο αιώνα, όταν κακομεταχειρίζε­ται λαϊκούς ανθρώπους. Άλλες πάλι θα παραμείνουν σφραγισμένες, κατ’ αρχάς διότι σπάνια εισακούονται τα θύματα κάποιου εξέχοντος μέλους της φεου­δαρχικής κοινωνίας, στην περίοδο της μοναρχίας, επιπλέον, δε, διότι τα μέσα φίμωσης των ανήμπορων θυμάτων είναι πολλά και ποικίλα για κάποιον που εί­ναι πλούσιος, φεουδάρχης, ευγενής, αριστοκράτης και ο οποίος δεν ορρωδεί προ ουδενός.

Χρειάζεται, για παράδειγμα, να υπενθυμίσου­με ότι, στον κήπο του Σαντ, βρέθηκαν ανθρώπινα οστά και ότι αυτή η πληροφορία δε σχολιάστη­κε ποτέ από τους υπερασπιστές του μαρκησίου; Ο ίδιος δεν αρνήθηκε αυτήν τη μακάβρια ανακάλυψη, αλλά εξηγούσε ότι η Ντυ Πλαν, χορεύτρια από τη Μασσαλία, είχε φέρει αυτά τα θραύσματα σκελε­τού για να του κάνει «φάρσα»! Είναι αλήθεια ότι, ανάμεσα στα γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιεί κάποιος για να υπερασπιστεί αστήρικτες υποθέ­σεις, μία καλή λύση είναι να επικαλείται το χιούμορ! Και όποιος δεν γελάει με τέτοιου είδους αστεία εί­ναι ένας «κρυόκωλος», χωρίς καθόλου πνεύμα.

Με το ίδιο χιούμορ, ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του Φρόυντ, εξηγείται το ότι ο ήρωάς τους, που υποστηρίζει σαφώς τον αυστροφασισμό του κα­γκελάριου Ντόλφους, στέλνει συγχαρητήρια στον Μουσολίνι στην αφιέρωση του βιβλίου του, με τον τίτλο "Γιατί ο πόλεμος;". Στοιχηματίζω ότι ο νεκρός, τα οστά του οποίου αποτέλεσαν το αντικείμενο αυ­τού του αστείου, μάλλον δεν θα απολάμβανε αυτό το χιούμορ...

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο Σαντ μπορούσε να απειλεί τη Ροζ Κελλέρ ότι, αφού την σκοτώσει, θα τη θάψει στο βάθος του κήπου του, αν αρνούνταν αυτά τα «ψιλοπράγματα», όπως γρά­φει ο υπερασπιστής του!

Ας χαμογελάσουμε λοιπόν διαβάζοντας στον Απολλιναίρ: «Όσο ήταν ελεύθερος, ο μαρκήσιος ντε Σαντ είχε μια κανονική ζωή, ζώντας από την πένα του».

Δεν υπάρχει πιο κανονική ζωή εν ελευθερία από αυτή τη συσσώρευση σεξουαλικών εγκλημάτων που, ας το επαναλάβουμε, συνίστανται σε: φυλάκιση, απαγωγή, υποταγή, επίθεση, δηλητηρίαση, ξυλο­δαρμούς, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, σεξουαλική βία, ομαδικές βαρβαρότητες, και όλα αυτά όχι στο χαρτί, από λογοτεχνική άποψη, για την απόλαυση της μυθοπλασίας, αλλά στον πραγματικό κόσμο, με πραγματικά θύματα, με σάρκα και οστά...

Όσο για το ότι ζούσε από την πένα του, ας προσγει­ωθούμε: ο μαρκήσιος ζούσε από τα εισοδήματά του ως γαιοκτήμονας.

Σημειώσεις:
7Ο Οίκος των Κοντέ αποτελεί κλάδο των Βουρβώνων, του βασιλικού οίκου της Γαλλίας (σ.τ.μ.).

***

Michel Onfray: De Sade – το πάθος του κακού και η ιδεολογία του εικοστού αιώνα