Λιαντίνης - Μόναχο 1970

Λιαντίνης - Μόναχο 1970

Ο Λιαντίνης έφτασε στο Μόναχο με τρένο, τον Σεπτέμβριο του 1970. Στο σταθμό τον περίμενε ο Παναγιώτης Λαμπρόγιαννης, ένας παλιός συμμαθητής του από το Γυμνάσιο (για άγνωστο λόγο δε συ­ναντήθηκε με τον γαμπρό του Κηρυκόπουλου), μετανάστης από το χωριό Βλαχιώτη της Λακωνίας, που ζούσε στη Νυρεμβέργη και εργαζόταν σε φάμπρικα.

Ο Λαμπρόγιαννης του γράφει σε μια επιστολή λίγες μέρες πριν το ταξίδι: «Φίλε μου, κατεβαίνοντας από το τραίνο δεν θα σε περιμένει ούτε η νύχτα ούτε το άγνωστο αλλά ένας καλός σου φίλος», (3/9/1970).

Αν και του πρότεινε να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του, ο Λιαντίνης αρνήθηκε και τις πρώτες μέρες έμεινε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο και ταυτόχρονα έψαχνε για κάποιο δωμάτιο. Μία εβδομάδα κράτησε η έρευνά του, χωρίς αποτέλεσμα. Μετά το πήρε απόφαση.

Παναγιώτης Λαμπρόγιαννης: «Του είπα να μείνει στο σπίτι μου όσο ήθελε, μέχρι να τον βοηθήσω να βρει ένα δικό του κατάλυμα. Του το είπα ξεκάθαρα, το σπίτι μου είναι και δικό σου σπίτι. Τον φιλοξένησα περίπου δεκαπέντε μέρες. Ένα διπλό κρεβάτι είχαμε όλο κι όλο. Αυτό του δώσαμε να κοιμηθεί, κι εγώ με την κυρά κοιμόμασταν στο πάτωμα».

Ο Δημήτρης, με τη βοήθεια του Λαμπρόγιαννη, βρήκε σπίτι στο Μόναχο. Μια μικρή σοφίτα στην οδό Königsstrasse 45. Ένα δωμάτιο πέντε επί πέντε. Φεύγοντας από το σπίτι του Λαμπρόγιαννη θα φιλήσει αυτόν και τη σύζυγο του και θα του πει: «Δε θα ξεχάσω ποτέ ότι μου δώσατε το κρεβάτι σας να κοιμηθώ. Ποτέ». Και δεν ξέχασε, όπως θα δούμε.

Εν τω μεταξύ ο Λαμπρόγιαννης είχε καταφέρει από καιρό να του εξασφαλίσει κι ένα μικρό έσοδο, (αβέβαιο, όπως αποδείχτηκε) μέσω ενός γνωστού του: «Είχα κάποιες γνωριμίες και τον βοήθησα να βρει δουλειά σε ένα ελληνικό γυμνάσιο στο Μόναχο».

Στο Μόναχο θα έρθει αντιμέτωπος με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι εκεί για έναν σκοπό, για να σπουδάσει. Αλλά δεν περίμενε ότι στην αρχή αυτής της νέας του ζωής θα έβρισκε τεράστια εμπόδια.

Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο για να μάθει τη γλώσσα και ταυτόχρονα ψάχνει για «άλλη δουλειά για τα πρωινά», καθώς στο γυμνάσιο υποαπασχολείται. Η μικρή σοφίτα γεμίζει από βιβλία. Τα χρήματα που έχει πάρει μαζί του από την Ελλάδα αρχίζουν να τελειώνουν. Οι μέρες περνούν, σταθερή δουλειά δε βρίσκει.

Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, εκείνη την εποχή ο Λιαντίνης πρέπει να έφτασε σε οριακό σημείο. Αρχίζει να πίνει ρακή. Τρώει πολύ λίγο, σχεδόν υποσιτίζεται, δεν έχει λεφτά. Εκείνο τον καιρό θα γράψει στον αδερφό του τον Γιώργο, που ζει και εργάζεται στον Καναδά, μερικές λέξεις απόγνωσης, μια κραυγή απελπισίας: «SOS. Δεν έχω λεφτά. Στείλε μου express».

Γιώργος: «Για να γράψει ο Δημήτρης, που ήταν περήφανος, αυτό το πράγμα, σήμαινε ότι είχε πιάσει πάτο. Πήρα ένα φάκελο και έβαλα μέσα πεντακόσια δολάρια».

Ο Λιαντίνης δεν ήταν φτωχός. Ας μην ξεχνάμε ότι εργάστηκε στο δημόσιο πάνω από τρία χρόνια, πέρα από τα φροντιστήρια. Είχε λοιπόν κάποιες οικονομίες στην Αθήνα.[...]

Γιώργος: «Είχε μαζέψει κάποια χρήματα, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι μαζί του δεν μπορούσε να τα πάρει όλα. Ήταν συγκεκριμένο το ποσό που μπορούσες να βγάλεις εκτός Ελλάδας...»

Λίγο καιρό αργότερα θα ζητήσει και πάλι χρήματα από τον αδερφό του. Θα του στείλει τριακόσια δολάρια. Τα έξοδα όμως είναι πολλά. Ενοίκιο, βιβλία, φαγητό... τσιγάρα.

Όπως θυμάται ο Λαμπρόγιαννης, του έδωσε και εκείνος λεφτά, βλέποντας την άσχημη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, «χωρίς να μου το ζητήσει», όπως λέει ο ίδιος. «Τα χρήματα μου τα επέστρεψε λίγους μήνες αργότερα. Μετάνιωσα που τα πήρα». Είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα εκείνη την εποχή.

Σύμφωνα με τον Μιλτιάδη Κηρυκόπουλο (συμφοιτητή του στην Ελλάδα), «ο Δημήτρης στη Γερμανία έκανε και χειρωνακτικές δουλειές για τα βγάλει πέρα. Πρέπει να υπέφερε».

Ναι, υπέφερε. Απόδειξη γι' αυτό οι επιστολές που ακολουθούν, αλλά και ένα γράμμα προς την αγαπημένη του από το Μόναχο. Ανάμεσα στα άλλα τής γράφει:

«Στερούμαι το ψωμάκι για να αγοράσω βιβλία»

Όσο για το «χειρωνακτικές», το ομολογεί ο ίδιος σε μια από τις επόμενες επιστολές. Με άλλα λόγια πήγε στη Γερμανία με «διαβατήριο εργάτη», και τελικά… τέτοιος έγινε.

Κάτι λιγότερο από έναν χρόνο ο Λιαντίνης θα ζήσει σε συνθήκες ανέχειας. Αλλά δε θα το βάλει κάτω. Σε ένα τραπεζάκι, με μια λάμπα από πάνω του να φωτίζει, ο Δημήτρης μελέτησε τόσο όσο δεν είχε μελετήσει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κοιμόταν λίγο, διάβαζε συνεχώς και έτρωγε όποτε είχε.

«Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες ότι πεινάς» (Homo Educandus, σελ. 115).

Περί τα τέλη του 1971 οι συνθήκες ζωής του σιγά-σιγά θα αλλάξουν προς το καλύτερο. O Γιώργος όμως από τον Καναδά έχει το μυαλό του στον αδερφό του.

Γιώργος: «Χωρίς να μου το ζητήσει, του έστειλα διακόσια δολάρια, λέγοντάς του πως αυτά είναι κάτι σαν δώρο. Μετά από λίγες μέρες παίρνω ένα γράμμα του Μίμη και μέσα τα χρήματα που του έστειλα. Απόρησα, μέχρι που διάβασα σε ένα μικρό χαρτί: "Αδελφέ, σε ευχαριστώ, αλλά δεν τα έχω πια ανάγκη"».

Ας σταθούμε λίγο στην περίπτωση Λαμπρόγιαννη. Ήδη από τα τέλη του '69 ο Λαμπρόγιαννης αλληλογραφεί με τον Δημήτρη με αποκλειστικό θέμα το επικείμενο ταξίδι του στη Γερμανία. Έχει ενδιαφέρον η πρώτη αντίδραση του Λαμπρόγιαννη όταν διάβασε το γράμμα του φίλου του που τον ενημέρωνε ότι παρατάει τη σίγουρη δουλειά του στο δημόσιο και έρχεται ως εργάτης στη Γερμανία. Στις 12/10/1969 του γράφει: «Σε ερωτώ: μήπως ήσουν μεθυσμένος όταν έγραφες το γράμμα; Εάν πιστέψω ότι δεν ήσουν μεθυσμένος θα πρέπει οπωσδήποτε να σου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό. Εγώ φίλε μου θα ήμουν ο πλέον ευτυχής άνθρωπος εάν ήμουν ένας δάσκαλος σε ένα χωριό και ‘συ τώρα θέλεις να έρθεις εδώ και μάλιστα ως εργάτης; Η Γερμανία φίλε μου δεν είναι “γη της επαγγελίας”, αλλά η χώρα του δουλεμπορίου. Ωστόσο να έλθεις φίλε μου όποτε θέλεις, σε περιμένω στο φτωχό μου σπιτάκι και σου παρέχω φιλοξενία για μια χιλιετία».

Όλα τα γράμματα του Λαμπρόγιαννη ξεχειλίζουν από ανθρωπιά, προσφορά προς τον φίλο και ανιδιοτέλεια. «Είμαι πάντα μαζί σου, πάντα κοντά σου. Ένα πιάτο φαγητό μαζί θα το τρώμε και ό,τι μπορώ θα διαθέτω και θα ξοδεύω για σένα μέχρις ότου τακτοποιηθείς». (19/4/1970)

Τον κυρ Παναγιώτη τον γνώρισα εξαιτίας του Γιάτρα (συμμαθητής τού Λιαντίνη). Εκείνος μου μίλησε για την ύπαρξή του. Και αυτός με τη σειρά του την έμαθε από τον ίδιο τον Λιαντίνη, λίγους μήνες πριν φύγει. Ρωτώντας έμαθα την ιστορία του. Πικρή ιστορία. Δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες, μονάχα αυτό: Επιστρέφοντας από τη Γερμανία, η ζωή τού γύρισε την πλάτη. Το 'ριξε στο ποτό, έγινε αλκοολικός, κατάντησε ναυάγιο που λέμε. Ήταν εμφανές μιλώντας μαζί του. Όμως όταν πιάσαμε την κουβέντα για τον Μίμη άνοιξε το μυαλό του, φώτισε το πρόσωπο του. Και αφού τελειώσαμε τα της Γερμανίας έσκυψε το κεφάλι, τον πήραν τα δάκρυα.

«Θα σου πω και κάτι άλλο, βρε παλικάρι. Από το 1973 και μετά, που ο Μίμης επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, λάμβανα κάθε μήνα επί είκοσι πέντε χρόνια έναν φάκελο. Μέσα πάντα είχε ένα χαρτάκι, που έγραφε: "Δε σε ξεχνώ ποτέ" και χρήματα, αρκετά χρήματα. Και πιο κάτω με συμβούλευε: "Να πίνεις το κρασάκι σου, αλλά με ρέγουλα"».

- Είστε σίγουρος; τον ρώτησα.

«Τι σίγουρος, αφού και την τελευταία στιγμή, λίγο πριν μας αφήσει, έλαβα το φάκελο που λάμβανα πάντα. Με τα ίδια σχεδόν λόγια και τα ίδια χρήματα. Εγώ όμως κάποτε, όταν ήρθε στο χωριό για να με δει, του είπα πως δεν έχω ανάγκη από λεφτά. "Το ξέρω", μου είπε, "στα δίνω γιατί σου χρωστώ ευγνωμοσύνη"».

Ζήτησα να μιλήσω με τον αδερφό του, τον Κώστα Λαμπρόγιαννη, έναν αξιοπρεπή βιοπαλαιστή, που κοντά στα άλλα ζει το δράμα του, λόγω της κατάστασης του αδερφού του. Ήταν κατηγορηματικός:

«Ναι, έτσι είναι, όπως σας τα είπε ο αδερφός μου».

Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον Παναγιώτη Γιάτρα. Του είπα όσα άκουσα. Η αντίδρασή του:

«Τα ήξερα όλα. Μου τα είχε πει ο ίδιος ο Λιαντίνης. Δε σας τα είπα, γιατί ήθελα να το διαπιστώσετε μόνος σας. Δεν ήξερα λεπτομέρειες, μόνο ότι τον βοηθούσε, έτσι μου είχε πει. Θυμάμαι μάλιστα ότι αντέδρασα λέγοντας: "Γιατί του δίνεις λεφτά; Θα τον σκοτώσει το κρασί". Μου απάντησε: "Προκειμένου να καταλήξει ζήτουλας, ας πεθάνει από το κρασί, που του αρέσει"».

***


Λιαντίνης – Έζησα Έρημος και Ισχυρός
Συγγραφέας: Δημήτρης Αλικάκος
Εκδόσεις: Ελευθερουδάκη 2016