Μισέλ Ονφρέ: «Η Σκύλα του Μπούχενβαλντ»

Μισέλ Ονφρέ: «Η Σκύλα του Μπούχενβαλντ»

Όλοι γνωρίζουν τις εκκεντρικότητες, της Ίλζε Κοχ, αλλά λίγοι ξέρουν το όνομά της: τα αμπαζούρ από ανθρώπινο δέρμα, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι δική της έμπνευση - μεταξύ άλλων δαιμονικών πράξεων... Η αφήγηση της ζωής αυτής της γυναί­κας, χωρίς λυρικά στολίδια, αλλά με την ακρίβεια ενός ανατόμου, θα μπορούσε να δώσει ένα μυθι­στόρημα του μαρκησίου ντε Σαντ. Οι υποστηρικτές τής σαδικής θρησκείας θα βάλουν τις φωνές: μα η λογοτεχνία δεν είναι κάτι το πραγματικό, το πάθος για το κακό, όταν αποτυπώνεται στο χαρτί, μπορεί ακόμη και να εμποδίσει το πέρασμα στην πράξη! Ο Σαντ δεν ήταν σαδιστής ούτε σαδικός, ήταν απλά ένας μεγάλος συγγραφέας που φαντασιωνόταν πράξεις που δεν είχε κάνει! Φροϋδικοί αφορισμοί...

Ας επιστρέφουμε στην Ίλζε Κοχ που συνιστά μια τέλεια σαδική ηρωίδα. Υποτάσσεται στη φύση της· και η φύση της είναι το κακό. Η εκπαίδευση ή, ας το πούμε αλλιώς, οι ιστορικές συνθήκες θα μπορούσαν να επιτρέψουν κάτι διαφορετικό, αλλά αυτή η μεγάλη «κατάφαση» στο κακό παράγει αυτήν την εμβληματική μορφή του εθνικοσοσιαλισμού. Ετού­τη η γυναίκα, που επονομάστηκε «Η σκύλα του Μπούχενβαλντ», θα μπορούσε να είχε προφέρει την παρακάτω φράση της Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ: «Δεν υπάρχει καμία σύγκριση ανάμεσα στα συναισθήματα των άλλων και τα δικά μας· η ισχυρότερη δόση πόνου για τους άλλους πρέπει σίγουρα να εί­ναι μηδενική για εμάς ενώ ακόμα και η πιο απαλή υποψία απόλαυσης, που εμείς αισθανόμαστε, μας συγκινεί· γι’ αυτό και θα πρέπει να προτιμάμε, με οποιοδήποτε τίμημα, αυτή την γλυκιά απόλαυση που μας ευχαριστεί απέναντι σε αυτόν τον τεράστιο όγκο δυστυχίας των άλλων που δε θα πρέπει να μας αγγίζει» (σ. 169). Ιδού μια αυθεντική ναζιστική ομολογία πίστης... Ποιες να ήταν άραγε αυτές οι ευκαιρίες απόλαυσης για την Ίλζε Κοχ που θα δικαι­ολογούσαν την απόλυτη αδιαφορία της απέναντι στον τεράστιο όγκο δυστυχίας των άλλων;

Η Ίλζε Κοχ γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1906, στη Δρέσδη· ο πατέρας της ήταν επιστάτης και ακτιβιστής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ακολουθεί κανονική πρωτοβάθμια εκπαίδευση, εργάζεται εθελοντικά σε μια βιβλιοθήκη, μαθαίνει δακτυλογράφηση και στενογραφία, εργάζεται ως γραμματέας σε διάφορες επιχειρήσεις. Το 1934, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών και ανύπανδρη, εργάζεται σε μια καπνοβιομηχανία όπου συναντά τον μέλ­λοντα σύζυγό της. Παύει να εργάζεται. Ο Χίτλερ βρίσκεται ήδη στην εξουσία εδώ και έναν χρό­νο· τον είχε ψηφίσει και γίνεται μέλος του NSDAP (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα) από τις 2 Απριλίου 1932.

Ο σύζυγός της, τον οποίο γνώρισε στις 5 Μα­ΐου 1934, είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος της, διαζευγμένος από το 1931 και πατέρας ενός παιδιού. Γεννημένος στις 2 Αυγούστου 1897, στο Ντάρμστατ, από πατέρα υπάλληλο στο ληξιαρχείο της πόλης, επιστρατεύθηκε στον Πόλεμο 14-18· φανατικός αντικομουνιστής, συμμετείχε στις πρώ­τες ναζιστικές επιδρομές εναντίον των εργατών, στη δεκαετία του 1920. Μετά από εμπορικές σπου­δές, γίνεται τραπεζικός υπάλληλος, μέχρι το 1930, και στη συνέχεια λογιστής. Θα συλληφθεί τρεις φο­ρές επ’ αυτοφώρω για εξαπάτηση των εργοδοτών του: παραποιεί λογαριασμούς. Φυλακίζεται. Μετά την αποφυλάκισή του, ζει με μικροαπάτες.

Το 1931 προσχωρεί στο ναζιστικό Κόμμα. Η άνοδός του είναι θεαματική: όντας μέλος των SS, οι αρχές καταστρέφουν τον φάκελό του και το ποινικό μητρώο του καθαρίζεται. Τον κατευθύ­νουν προς την καταδίωξη των εχθρών του Ράιχ. Ο Καρλ Κοχ κατακεραυνώνει τους άθεους, είναι ντεϊστής, όπως ο Χίτλερ, και εγκολπώνεται τον μυστικισμό των Ες-Ες. Το 1934 γίνεται αξιωματούχος (Sturmbannfuhrer) στα SS που στρατοπεδεύουν στη Δρέσδη. Στις αρχές του 1935, αναβαθμίζεται σε ταγματάρχη στην έδρα της Γκεστάπο στο Βερολίνο, και στη συνέχεια γίνεται διοικητής της φρουράς των SS, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Εστερβέγκεν πριν γίνει διοικητής του ίδιου του στρατοπέδου. Η Ίλζε ζει μαζί του στο στρατόπεδο. Στις αρχές του 1937, εκείνος διορίζεται διοικητής του στρατοπέ­δου Ζαξενχάουζεν. Παντρεύεται την Ίλζε Κοχ στο στρατόπεδο, στις 29 Μαΐου του ίδιου έτους, μια και συζούσαν για δύο χρόνια και εκείνη έμεινε έγκυος. Έναν μήνα αργότερα, γίνεται διοικητής στο Μπούχενβαλντ, και εκείνη θα είναι «η κυρία Διοικητής».

Τότε αρχίζει μια πορεία που ανακαλεί στη μνή­μη τις αγριότητες που περιγράφονται στις Εκατόν είκοσι μέρες των Σοδόμων: αυτή η αλαζονική κοκκινομάλλα ντύνεται προκλητικά· με ένα τσιγγάνικο σακάκι και μπότες που έχει κλέψει από ένα πτώ­μα, διασχίζει το στρατόπεδο συγκέντρωσης πάνω στο άλογό της που το φωνάζει «Κούκλα»· μπρο­στά στο συγκεντρωμένο πλήθος του στρατοπέδου, παρακολουθεί δύο απαγχονισμούς για απόπειρα απόδρασης και ζητωκραυγάζει κατά τη στιγμή της εκτέλεσης· προσπαθεί να δημιουργήσει μια ράτσα σκύλου από τη διασταύρωση ενός λύκου με ένα θη­λυκό γερμανικό ποιμενικό και, αφού αποτυγχάνει, ξυλοκοπά τη σκύλα μέχρι θανάτου· παρακολουθεί συχνά την αναφορά των κρατουμένων, ενίοτε από τα φυλάκια, καθώς και τις καθημερινές τιμωρίες - είκοσι πέντε ροπαλιές στο κορμί ενός κρατουμένου, δεμένου πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι, και τις περισσότερες φορές η τιμωρία αποδεικνύεται θανάσιμη· ενδιαφέρεται για τη λειτουργία του κινητού κρεματόριου της Βέρμαχτ, ήδη από το 1939· παρίσταται στις πρώτες καύσεις που γίνονται στο στρατόπε­δο· υποχρεώνει έναν κρατούμενο να μπει μέσα σε έναν φούρνο· καθυβρίζει τους εξόριστους και τους αποκαλεί «ληστές», «βρωμο-Εβραίους», «γουρού­νια» και «σιχαμένους»· μερικές φορές πυροβολεί στην τύχη με το περίστροφό της· ερεθίζει τον σκύ­λο της και τον εξαπολύει πάνω στους αιχμαλώτους για να τους ξεσχίσει· πετάει το καπέλο ενός Εβραίου πέρα από το απαγορευμένο σημείο, ο φρουρός τον αναγκάζει να το μαζέψει, και τότε τον πυροβο­λεί· χτυπά στο πρόσωπο, με το μαστίγιο της, τους κατάδικους που κουβαλούν πέτρες τις οποίες θε­ωρεί πολύ μικρές· οδηγεί μέχρι 500 κρατούμενους στο ιππευτήριό της και διατάζει να τους σκοτώσουν μπροστά της - έτσι σκοτώθηκαν 8.483 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι, γυμνοί, θερισμένοι από το πολυβόλο· δολοφονεί όποιον την κοιτάζει· προσβάλλει επα­νειλημμένα τους κρατούμενους στο στρατόπεδο γυρεύοντας πρόσχημα για να δώσει εντολή να τους εκτελέσουν· μπαίνει στην αίθουσα όπου γίνονται φωτογραφήσεις, ανακαλύπτει άνδρες με τατουάζ, τους σκοτώνει για να πάρει το ζωγραφισμένο δέρμα τους με το οποίο κατασκευάζει αμπαζούρ, βιβλιοδε­σίες, τσάντες, ένα ζευγάρι παπούτσια, πορτοφόλια, τα οποία προσφέρει στους αξιωματούχους του κα­θεστώτος ή στις συζύγους τους που επισκέπτονται το στρατόπεδο· παραγγέλλει κεφαλές σμικρυμένες με τη μέθοδο των Ινδιάνων Χιβάρος* και τις μοιράζει· κατασκευάζει έναν ειδικό ζωολογικό κήπο και πετάει τους κρατούμενους στον λάκκο με τις αρκούδες· διαθέτει ένα κυνοτροφείο με σκυλιά εκ­παιδευμένα να σκοτώνουν· ξεριζώνει τα χρυσά δόντια και με τον χρυσό φτιάχνει κοσμήματα τα οποία φοράει - σε ένα από αυτά, μάλιστα, είχε χα­ράξει την ημερομηνία γέννησης των παιδιών της...

Προϊόντα από ανθρώπινο δέρμα, ανθρώπινα όργανα και επεξεργασμένα κεφάλια που βρέθηκαν στο Buchenwald.

Όπως όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ο να­ζισμός προσφέρει μια θαυμάσια ευκαιρία στους αποτυχημένους να ανακυκλώνουν τη μνησικακία τους. Η Ίλζε και ο Καρλ Κοχ οφείλουν τα πάντα στον εθνικοσοσιαλισμό: πριν από αυτόν, δεν ήταν τίποτα· με αυτόν, θα γίνουν θεοί. Όταν παντρεύεται, η Ίλζε Κοχ δεν έχει ούτε τραπεζικό λογαριασμό ούτε κάποια αποταμίευση παρά μόνο χρέη για ρού­χα μεταχειρισμένα ή αγορασμένα με δόσεις ενώ, πριν παντρευτεί και κάνει παιδιά, ήταν επιρρε­πής στο αλκοόλ και είχε αφήσει τη μητέρα της να πεθάνει από ασιτία: η προσχώρησή της στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα μεταμορφώνει αυτήν τη ρημαγμένη ζωή σε μια γυναίκα με απόλυτη εξουσία, σε ένα στρατόπεδο όπου άνθρωποι μελλοθάνατοι δεν έχουν πια καμία ελπίδα.

Με την ταυτότητα του ναζιστικού κόμματος, επταπλασιάζει τον μισθό της· ζει σε μια βίλλα με οκτώ δωμάτια· διαθέτει εκατοντάδες σκλάβους ανάμεσα στους οποίους δε διστάζει να διαλέξει ένα πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό· κυκλοφορεί με Μερσεντές με ιδιωτικό οδηγό· συχνάζει σε ράφτες πολυτελείας· αφήνει μια περιουσία στα κομμωτήρι­α· πίνει το τσάι της με κόμισσες και πριγκίπισσες· παίρνει μαθήματα χορού, πιάνου και ιππασίας· με τις συμβουλές ενός πρίγκιπα, αγοράζει καθαρόαιμα άλογα και δημιουργεί έναν στάβλο· κάνει συλλογή από εραστές· αργά το πρωί, υποδέχεται ημίγυμνη κρατούμενους που έχει μετατρέψει σε υπηρέτες, για να πάρει το πρωινό της· πίνει κονιάκ με το πρώ­το ξύπνημα· οργανώνει τακτικά σεξουαλικά όργια, σε μια πολυτελή βίλα που χτίστηκε με χρήματα από λαθρεμπόριο και κλοπές υλικών· εκμεταλλεύεται τεχνίτες από το στρατόπεδο και χρησιμοποιεί αποκλειστικά ακριβά υλικά, πολύτιμα ξύλα, χρυ­σό, ασήμι, χαλκό· κλέβει από τους κρατούμενους τα χρήματα που τους στέλνουν· αρπάζει την τρο­φή που προορίζεται για τους φυλακισμένους - στην αποθήκη της βρέθηκαν βουνά από τρόφιμα· αυξάνει τις τιμές στο κυλικείο των κρατουμένων· κάνει μπάνιο σε κρασί Μαδέρας ή σε χυμό λεμονιού: δε θυμίζουν όλα αυτά κάποιο σενάριο του μαρκησίου ντε Σαντ;

Για να ολοκληρώσουμε την εικόνα: με τη βοή­θεια του εραστή της στιγμής, προκαλεί τη σύλληψη του συφιλιδικού συζύγου της, στις 24 Αυγούστου 1943· καταθέτει εναντίον του συζύγου της στο δικαστήριο των Ες-Ες· αυτός, αφού απελευθερώνεται, επιστρέφει στο Μπούχενβαλντ για να εκτελεστεί επτά ημέρες πριν από την άφιξη των αμερικανικών στρατευμάτων. Η Ίλζε Κοχ εξαφανί­ζεται· τελικά συλλαμβάνεται, δικάζεται το 1947 από τους Αμερικανούς οι οποίοι την απελευθερώνουν μετά από τέσσερα χρόνια φυλακή [«λιγότερο από μια ημέρα για κάθε δολοφονία», θα γράψει ο Πιερ Ντυράν (Pierre Durand) στη Σκύλα του Μπούχεν­βαλντ...]· τη συλλαμβάνουν όμως οι Γερμανοί της ΟΔΓ που τη δικάζουν και πάλι· εκείνη αρνείται τα πάντα, φυσικά. Παρόλα αυτά, καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά επειδή κατάφερε να μείνει έγκυος πίσω από τα σίδερα της φυλακής, η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1967, η κοκκινομάλλα, που στο μεταξύ είχε γίνει ξανθιά, βρίσκεται κρεμασμένη στο κελί της. Ήταν εξήντα χρονών.


* Οι Χιβάρος  (Jivaros - Xivaros), είναι μία ισχυρή φυλή ινδιάνων του Ισημερινού, που ζουν στα δάση της ανατολικής πλαγιάς των Άνδεων στις όχθες του Paute και σε άλλες βόρειες πηγές των περιοχών.
Είναι μία φυλή έξυπνων ανθρώπων αλλά και με στοιχεία πολεμοχαρή. Στις εορταστικές εκδηλώσεις που κάνουν, όλοι οι άνδρες της φυλής  φορούν τα κεφάλια των εχθρών τους που σκοτώθηκαν από τα χέρια τους. Το μακάβριο αυτό έθιμο είναι που κρύβει και το περίεργο της υπόθεσης.
Τα επεξεργασμένα με μεγάλη επιδεξιότητα κεφάλια, έχουν το μέγεθος ενός μεγάλου μήλου!
Οι Χιβάρος επεξεργάζονται αυτά τα κεφάλια με μεγάλη επιδεξιότητα. Με μια επίπονη διαδικασία αφαιρούν από αυτά τα οστά και μετά τα αφήνουν σε καλάθια γεμάτα με βότανα, τα οποία βοηθούν στη συρρίκνωση, έως ότου πάρουν το μικρότερο μέγεθος.
Μέχρι σήμερα οι πρωτόγονες αυτές φυλές ήταν εντελώς άγριες, και τελείως απομακρυσμένες από τον πολιτισμό. Το 1870 ορισμένοι Γάλλοι ιεραπόστολοι κατάφεραν να διεισδύσουν ανάμεσά τους, και έτσι άρχισαν πλέον να μαθαίνουν για τον κόσμο μας, και αντιστοίχως όλοι εμείς για τον δικό τους τρόπο ζωής.

***

Michel Onfray: De Sade – το πάθος του κακού και η ιδεολογία του εικοστού αιώνα