Το Άγιο Φως και ο μύθος της κοσμικής Ελλάδας

18.04.2014
Το Άγιο Φως και ο μύθος της κοσμικής Ελλάδας

Σε κάθε θρησκευτική γιορτή αναζωπυρώνεται στους κόλπους μιας μικροσκοπικής μειοψηφίας μια συζήτηση που έχει να κάνει με τη θρησκεία και την επιρροή της στην κοινωνία. Κάθε Πάσχα, ας πούμε, εμφανίζονται ιδέες και απόψεις σε μέσα κοινωνικά ή μη, από άθεους ή μη θρησκευόμενους, που άμεσα ή έμμεσα καταδικάζουν, επικρίνουν ή κοροϊδεύουν επίκαιρες ορθόδοξες χριστιανικές παραδόσεις και την επιρροή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου.

Οι απόψεις αυτές απαντώνται από προσβεβλημένους πιστούς που υπεραμύνονται του δικαιώματος του λαού να εκφράζεται όπως θέλει και αμφισβητούν το δικαίωμα των πρώτων να σχολιάζουν.

Εγώ ανήκω στο πρώτο «στρατόπεδο» και θα ήθελα να υπογραμμίσω εδώ κάποιες παρανοήσεις εκατέρωθεν.

Πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν πολίτες που βλέπουν την επιρροή της θρησκείας στη ζωή της χώρας με αποτροπιασμό και φρίκη.

Κι εδώ δεν εννοώ μόνο την επίσημη Εκκλησία, με τις πολιτικές και άλλες διαπλοκές της, εννοώ την ίδια τη θρησκεία.

Υπάρχει η αντίληψη ότι η θρησκευτική πίστη είναι ένα προσωπικό θέμα του καθενός και στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας αυτό ασφαλώς ισχύει, αλλά η έκφρασή της είναι κάτι που δεν αφορά μόνο το κάθε άτομο ξεχωριστά, μα έχει επίδραση στο κοινωνικό σύνολο.

Ως εκ τούτου, αυτή (και όχι η πίστη η ίδια) είναι θέμα άξιο σχολιασμού στο πλαίσιο μιας άλλης ελευθερίας – της έκφρασης.

Έχουμε στο μυαλό μας το πρότυπο της γλυκιάς γιαγιάς που ανάβει το κεράκι στην εκκλησία και είναι εύκολο να θεωρήσουμε ότι μέχρι εκεί φτάνει η επίδραση της θρησκευτικής πίστης στη συμπεριφορά του ατόμου, αλλά αυτή είναι μια εικόνα λανθασμένη.

Η γλυκιά γιαγιά, ακριβώς επειδή είναι πάρα πολύ πιστή, μπορεί να είναι ταυτόχρονα και εχθρική προς την πνευματική πρόοδο, επιφυλακτική απέναντι στην επιστήμη, συντηρητική στις πολιτικές αντιλήψεις, αρτηριοσκληρωτικά αντίθετη στις κοινωνικές αλλαγές, ομοφοβική, καθόλου ανεκτική απέναντι στο διαφορετικό ή το νέο.

Μπορεί και να μην είναι τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, αλλά αν είναι πραγματικά πιστή σε ένα θρησκευτικό δόγμα, πιθανότατα είναι, γιατί αυτές είναι συμπεριφορές που τα περισσότερα θρησκευτικά δόγματα επιτάσσουν.

Βεβαίως, πολλοί πιστοί είναι καλά εξοπλισμένοι με λεξιλόγιο σφυρηλατημένο εδώ και χιλιετίες για να επιχειρηματολογήσουν ενάντια σ' αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι όχι, η θρησκεία δεν επιβάλλει τον συντηρητισμό και την κοινωνική αγκύλωση, ίσα ίσα, προβάλλει την πρόοδο και την εξέλιξη.

Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν, όμως, είναι να αμφισβητήσουν σε άλλους το δικαίωμα να διαφωνούν.

Γιατί πρόκειται για ένα θέμα που μας αφορά, δεν είναι προσωπικό της κάθε γιαγιάς που ανάβει κεράκι, από τη στιγμή που η γιαγιά ψηφίζει και διαμορφώνει την πορεία και το μέλλον της χώρας ακριβώς όπως και εμείς.

Η συντήρηση και η κοινωνική καθυστέρηση είναι θέματα άξια συζήτησης και σχολιασμού, ανεξαρτήτως αιτίων.

Από την άλλη, «εμείς», οι πολίτες που θεωρούμε την υποδοχή μιας λαμπάδας με τιμές αρχηγού κράτους γελοία, την υποχρεωτική κατήχηση στα σχολεία εξωφρενική και την εικόνα βουλευτών που ορκίζονται μπροστά σε χρυσοποίκιλτους ρασοφόρους προσβλητική, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια πολύ σημαντική αλήθεια: είμαστε λίγοι.

Τόσο λίγοι, που καταλήγουμε ασήμαντοι, εκτός θέματος, ίσως και εκτός πραγματικότητας. Νόθα παιδιά ενός Διαφωτισμού που από εδώ δεν πέρασε ποτέ, ξεχνάμε συχνά ότι δεν ζούμε σε μια πραγματικά κοσμική χώρα.

Η Ελλάδα έχει επίσημη θρησκεία αναγνωρισμένη στο Σύνταγμά της, όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και το Πακιστάν (αλλά και χώρες όπως η Φινλανδία και η Αγγλία), και η επιρροή της θρησκείας στην κοινωνική και πολιτική ζωή των πολιτών της δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της διαπλοκής της επίσημης Εκκλησίας με την πολιτική εξουσία.

Είναι εκπεφρασμένη βούληση του λαού.

Οι πολίτες δεν συμφωνούν σε τίποτα, αλλά τρία εκατομμύρια από αυτούς (ανάμεσά τους και ο τότε πρωθυπουργός) υπέγραψαν πριν από μερικά χρόνια υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες.

Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, οι Ελληνες είναι τέταρτοι στην Ε.Ε. σε ποσοστό, που δηλώνουν ότι «πιστεύουν στον Θεό».

Σε ποσοστό μόλις 4% οι Ελληνες δηλώνουν ότι «δεν πιστεύουν» σε κάποιο Θεό ή φανταστική μυστικιστική δύναμη στον ουρανό. Για τη συντριπτική πλειονότητα οι αγιασμοί στα προαύλια και οι επικλήσεις πρωθυπουργών στην Παναγιά δεν είναι φαινόμενα γκροτέσκα – είναι φυσιολογικά, αναμενόμενα, επιθυμητά.

Οσοι αισθάνονται την ανάγκη τέτοιες μέρες να υπογραμμίσουν τον αποτροπιασμό τους για την οπισθοδρομική, παραδόπιστη και θρησκόληπτη κοινωνία στην οποία ζούμε πρέπει να έχουν στον νου τους ότι την ανοιχτή, προοδευτική, κοσμική, ανεκτική και ελεύθερη κοινωνία που οραματίζονται, πιθανότατα, δεν θα προλάβουμε ποτέ να τη δούμε στην Ελλάδα.

Στην πράξη μπορούμε μόνο είτε να την αναζητήσουμε κάπου αλλού είτε να αρκεστούμε στα μικρά, δειλά, πολύ αργά βήματα που γίνονται εδώ.

Να, ας πούμε, δείτε μια καινούργια ταυτότητα: πουθενά δεν αναγράφεται το θρήσκευμα.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Πηγή: kathimerini.gr