Τα Κανάρια των Ινδιών (1917)

20.03.2017
Τα Κανάρια των Ινδιών (1917)

Eις ένα τμήμα της εξωτερικής αγοράς της πόλεως, όπου ένας γραφικός γέρων πωλεί κελαϊδισμούς εγχωρίων πτηνών εντός εγχωρίων κλωβών, μερικοί περίεργοι περιπλανώμενοι ίσταμάτησαν χθές διά νά χαζέψουν ένα νέον είδος, προστεθέν αίφνης, εις την συλλογην.

Δεν ήσαν καρδερίνες, φλώρκα, σπίνοι, σκαρθάκια, λούγαροι, φανέτα, μπασταρδοκάναρα, γαλιάντρες, κοτσύφια, ούτε κατσουλιέρήδες, επί τέλους, oύτε αηδόνια. Ήσαν κάτι πουλιά σχετικώς μεγάλα, περίπου ως κεφαλάδες, με το επάνω μέρος ως του σπουργίτη καί το κάτω κατακίτρινον, ως του γνήσιου καναρινιού, μ’ ενα ράμφος πλατύ κι ένα λαιμοδέτην κατάμαυρον.

Ένα χαμίνιον ηρώτησε:

-Τι πουλιά είνε αυτά, μπάρμπα;

Ο μπάρμπας, λαβών εμβριθές υφος Δάρβιν ομού και Μπυφών,απήντησεν, αφού εθώπευσε καλώς την γενειάδα τού:

-Αυτά είνε κανάρια των Ινδιών.

-Κανάρια των Ινδιών; Πω, πω, πω! Και πόσο τα πουλας;

-Τέσσερα φράγκα το ένα. ..

-Τόσο φτηνά τά κανάρια των Ινδιών μπάρμπα, μ' αυτούς τούς ναύλους σήμερα;

Ο κ. Μπυφών συνωφρυώθην

-Δεν πάω γιά καζάντια, ρε χάχα! Πάω να διαδώσω αυτό το είδος, αυτό το πουλί, το οποίον κελαιδεί σά διάολος.

-Πως κελαϊδεί ο διάολος, μπάρμπα;

- Πήγαινε αv θέλης να τον ακούσης. Αυτά είνε κανάρια τών Ινδιών, κελαιδούν και τη νυχτα, μέ τη λάμπα. Χαλάει ο κόσμος.

-Δηλαδή οποίος πάρει θα καλοπεράσει.

Ο μπάρμπας επήρε την ράβδοv του, έτοιμος να σωφρονίση επί τόπου τον γαβριάν, ο οποίος απεμακρύνθη χορεύων.

-Κανάρια τών Ινδιών, κύριοι ! Ήρθαν απο τας Ινδίας με το αρεόπλανο, δεν κοιμούνται ποτέ, κελαϊδάνε με τη λάμπα, φουμάρουν αργιλέ, διαβάζουνε φημερίδα καί δεν κουστίζουνε τίποτα. Τέσσερα φράγκα. Με τέσσερα φράγκα έχεις τας Ινδίας στο σπίτι σου!

Εις τον κύκλον όμως των περιέργων, προσετίθεντο διαρκώς και νέοι θαυμασταί των καναρίων των Ινδιών, χαζεύοντες μακαρίως, ενώ ο μπάρμπας διηγείτο πάντοτε σημεία και τέρατα, ως να ήτο, εξερευνητής παρθένων δασών, ο οποίος μόλις είχεν επιστρέψει από μεγάλην αποστολήν. Αλλά, δυστυχώς δια την ευγλωττίαν του, εις τον κύκλο των περιέργων προστέθη ένας χωρικός ο οποίος με το ταγάρι στον ώμο, ήσανε σιωπών. Αίφνης ηρώτησε με άκραν σοβαρότητα:

Γιατί τάχεις εδώ μέσα αυτά τα καρασοπούλια ρε γέρο;

Τα μάτια των περιέργων έγιναν ολοστρόγγυλα. Ο μπάρμπας κόκκινος ως φέσι.

-Κρασοπούλια; Είνε κανάρια των Ινδιών, στραβομάρα έχεις;

- Αυτά, γέρο, είνε κρασοπούλια, σου λέω, αμπελουργοί. Έτσι τα λέμε στο χωριό μου.

Και ξέρεις τι πιλάφι γίνουνται; Να γλύφης και τα δάχτυλά σου!

-Δεν είσαι καλά. Πιλάφι τα κανάρια των Ινδιών;

- Το χωριό μου, γέρο, δεν είναι στας Ινδίας. Και βλέπεις πώς τα πουλιά τα γνωρίζω. Αυτά τρώνε σταφύλια. Και μεθάνε. Και μπερδεύεται η γλώσσα τους. Και γι’ αυτό δεν ξέρουνε να κελαιδήσουνε της προκοπής. Ούτε τον κακό τους τον καιρό δε λένε.

Η συζήτησις ήρχισε να αγριεύη και ίσως θα ηκολούθουν δυσάρεστα, εάν το χαμίνι δεν ανελάμβανε να σκορπίση ολίγην ευθυμίαν.

—Πάρτε κύριοι, διελάλει, αμπελουργούς των Ινδιών, πίνουν κρασί, κελαιδούν στο τηγάνι με τη λάμπα και δεν κοστίζουν τίποτα! ...

********* 

ΦορτούνιοΕφημερίδα Εμπρός  (14/5/1917)