Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να πούμε όχι;

18.03.2018
Πόσο σημαντικό είναι να μπορούμε να πούμε όχι;

Υπάρχουν κάποιες καταστάσεις που όλοι λίγο ως πολύ τις γνωρίζουμε. Κάποιος καλός φίλος, συγγενής, συνάδελφος, γνωστός σε μια στιγμή ιδιαίτερα «άβολη» μας ζητάει να του κάνουμε μια χάρη. Μέσα μας αναθεματίζουμε -όχι τον άνθρωπο αλλά την κατάσταση- αλλά τι να κάνουμε, δεχόμαστε. Και καμιά φορά λέμε «ένα το κρατούμενο» και καταγράφουμε το συγκεκριμένο άνθρωπο σαν «λίγο φορτικό».

Γιατί δεν λέμε όχι; Και έχει εντέλει σημασία να μπορούμε εύκολα να πούμε όχι;

Συνήθως δεν πρόκειται απλά για μερικές τυχαίες καταστάσεις που μας φέρνουν στη δυσάρεστη θέση να μην θέλουμε να κάνουμε κάτι και να μην μπορούμε να πούμε όχι. Συνήθως πρόκειται για στάση ζωής.

Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τον τρόπο που έχουμε μάθει, επιλέξει, διαμορφώσει να σχετιζόμαστε με τους άλλους και για τον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων.

Όλοι θέλουν να τους αγαπούν οι άλλοι και να νιώθουν καλά μαζί τους. Για κάποιους όμως αυτό είναι τόσο επιτακτική ανάγκη ώστε να κάνουν –σχεδόν- τα πάντα για να κρατήσουν τους άλλους ευχαριστημένους και την σχέση ειρηνική. Όταν λένε «όχι» σε κάτι που τους ζητούν νιώθουν ότι διαταράσσουν αυτή την ειρήνη.

Για παράδειγμα η Μαρία, παντρεμένη 3 χρόνια με τον Δημήτρη. Από τότε που «επισημοποίησαν» τη σχέση τους, η μητέρα του, ζήτησε (ή μάλλον απαίτησε) να τρώνε κάθε Κυριακή μαζί της. Εκείνος, που σαν μοναχογιός της έχει αδυναμία, εξήγησε τότε στη Μαρία ότι επειδή μητέρα του είχε μείνει πρόσφατα χήρα τον είχε ανάγκη και ότι δεν ήθελε να την κάνει να νιώσει μόνη ή εγκαταλελειμμένη και ότι άλλωστε η μητέρα του είναι δεινή μαγείρισσα. Η Μαρία δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα, δεν είχε λόγο να μην το κάνει και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να στενοχωρήσει ούτε το Δημήτρη ούτε την καινούργια της πεθερά.

Όταν όμως ένα-δυο χρόνια μετά, η συνήθεια αυτή είχε γίνει απαράβατος κανόνας και σχεδόν ποτέ δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο γιατί θα είχαν να υποστούν μούτρα και παρεξηγήσεις, σταμάτησε να το κάνει με την καρδιά της. Και παρόλο που στενοχωριέται και θάθελε να αλλάξει αυτό, δεν τολμάει να του «όχι, ας μην πάμε» ή «όχι, εγώ δεν θέλω να έρχομαι κάθε Κυριακή στη μητέρα σου». «Δεν θέλω να γίνω η στριμμένη νύφη ούτε να με θεωρήσει ο άντρας μου εγωίστρια κι έτσι συνεχίζω να πηγαίνω...»

Η Μαρία δεν είναι καμία παράξενη εξαίρεση. Είτε στην οικογένεια είτε στη δουλειά, με φίλους, συγγενείς, γείτονες, απλούς γνωστούς, φίλους φίλων, πολλοί από μας δεν τολμάμε να πούμε «όχι» για χάρη της οικογενειακής αρμονίας, της συναδελφικότητας, της αφοσίωσης στους φίλους, της καλής γειτονίας, της απλής ανθρώπινης συμπαράστασης.

Για να είμαστε δίκαιοι, οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να πουν «όχι» συνήθως είναι πιο ευχάριστοι και πιο «εύκολοι» συνάνθρωποι.

Είναι οι άνθρωποι που κάνουν πιο εύκολα συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, που είναι δοτικοί, που σκέφτονται τους άλλους, που βοηθούν, που συντρέχουν, που διευκολύνουν καταστάσεις.

Είναι αυτοί που συχνά δεν μετράνε την κούραση τους, δεν σκέφτονται τη βολή και την άνεση τους όταν κάποιος άλλος τους χρειάζεται. Ποιος λέει ότι οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε, αντί για όλα αυτά, να ξέρουν να λένε «όχι» και να σκέφτονται πρώτα και πάνω απ' όλα τον εαυτό τους;

Στο όνομα μιας λανθασμένα εννοούμενης «αυτοπεποίθησης» πολλές φορές εξυμνείται μια στάση ζωής εγωκεντρική, ιδιοτελής και αδιάφορη προς τους άλλους.

Συναντάμε συχνά στην καθημερινότητα μας ανθρώπους που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται διαρκώς σε θέση άμυνας και που με μια συμπεριφορά οριακά αντικοινωνική λένε κατά βάση «όχι» σε όλους και όλα προκειμένου να διαφυλάξουν τα υποτιθέμενα όρια τους. Αυτοπεποίθηση όμως σημαίνει λιγότερο απ' όλα άμυνα.

Αντίθετα όσο περισσότερο γνωρίζει και νιώθει καλά και ασφαλής κάποιος με τον εαυτό του, τόσο πιο άνετα μπορεί να παίρνει και ασφαλώς να δίνει στους άλλους.

«Δεν ξέρω πώς έγινε ακριβώς, αλλά από μικρή έμαθα να προσφέρω στους άλλους, να προθυμοποιούμαι, να βοηθάω. Αυτό, όσο μεγαλώνω όλο και πιο πολύ χαίρομαι που το έχω. Υπάρχουν συνάδελφοι στη δουλειά που, επειδή είμαι πάντα πρόθυμη τόσο απέναντι στο κοινό όσο και στους συναδέλφους, με θεωρούν κορόιδο. Δεν είναι έτσι, το κάνω γιατί το θέλω και δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μπορεί να είναι επειδή θέλω να μ' αγαπάνε, να έχουν καλή γνώμη για μένα; Είναι σίγουρα κι αυτό, και τι έγινε; Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος κι αυτή, ναι, θα ήθελα λίγο να αλλάξει Αρκετές φορές ξεχνάω να μετρήσω τις δυνάμεις μου, τόσο τις σωματικές όσο και τις ψυχικές. Δυσκολεύομαι να πω όχι ακόμη κι όταν ξέρω ότι θα ζοριστώ πολύ και τελευταία το πλήρωσα με μια περιπέτεια υγείας, η οποία, όπως είπαν οι γιατροί, οφειλόταν σε υπερκόπωση...»

Αυτό που περιγράφει η Μάρα είναι χαρακτηριστικό για έναν άνθρωπο που προκειμένου να δυσαρεστήσει τους άλλους ξεπερνάει τα όρια ακόμη και της σωματικής του αντοχής. Η δυσκολία της δεν είναι το ότι δεν μπορεί να διαφυλάξει τα όρια της αλλά ότι δεν γνωρίζει και η ίδια πού βρίσκονται αυτά. Κι ενώ είναι πράγματι ένας πολύ δοτικός άνθρωπος λέει πολλές φορές «ναι» που δεν τα θέλει ή διαφορετικά, για να αρνηθεί, πρέπει να εφεύρει ένα σωρό ψεύτικες δικαιολογίες.

Αυτό μπορεί να αποβεί τροχοπέδη για τις σχέσεις γιατί μ' αυτό τον τρόπο συσσωρεύει κανείς πίεση και θυμό. Στην πραγματικότητα έχουμε σχεδόν πάντα την δυνατότητα να αρνηθούμε, ρισκάροντας βέβαια ότι μπορεί να μην μείνουν απόλυτα ευχαριστημένοι από μας. Όταν όμως δεν καταφέρνουμε να πούμε όχι, νιώθουμε ότι οι άλλοι συνέχεια μας εξαναγκάζουν.

Γι' αυτούς τους λόγους είναι σημαντικό να έχουμε την ικανότητα να πούμε «όχι» όταν χρειάζεται.

Ορισμένα βασικά βήματα για να εξασκήσουμε την ικανότητα αυτή είναι:

-Να γνωρίσουμε εμείς καλύτερα τις επιθυμίες, τα όρια μας και αυτά που είναι για μας σημαντικά στη ζωή: τους ρυθμούς, τις αξίες, τις προτεραιότητες, τα γούστα μας. Όσο καλύτερα τα γνωρίζουμε, τόσο πιο σταθερά στεκόμαστε απέναντι στους άλλους και σ' αυτά που αυτοί ζητούν, περιμένουν ή απαιτούν από μας.

-Να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά τις πιθανές συνέπειες του «όχι» μας. Είναι πράγματι αλήθεια ότι θα «το πάρουν στραβά»; Και αν ναι, είναι πράγματι δική μας η ευθύνη; Πόση ευθύνη φέρουμε για τα συναισθήματα των άλλων; Το ζητούμενο δεν είναι η μη ανάληψη ευθύνης απέναντι στους άλλους αλλά η απαλλαγή από άχρηστες και επιβαρυντικές ενοχές. Όσα κομμάτια κι αν γίνουμε δεν θα καταφέρουμε ποτέ να είναι όλοι ευχαριστημένοι μαζί μας.

-Να εκφράσουμε τη δυσκολία στην οποία βρισκόμαστε. Ο άλλος μπορεί κάλλιστα να ξέρει ότι «δεν μου είναι εύκολο να σου πω όχι αλλά...» ή «φοβάμαι ότι θα θυμώσεις αν αρνηθώ...». Μ' αυτό τον τρόπο γινόμαστε περισσότερο «σύμμαχοι» με τον άλλο κι επιπλέον δεν τον σοκάρουμε με ένα απότομο «όχι».

-Να εξηγηθούμε σωστά. Σ' αυτό δεν βοηθούν οι πολλές (και συχνά ψεύτικες) δικαιολογίες. Αν όμως «δομήσουμε» τις εξηγήσεις μας βοηθάμε τον άλλο να καταλάβει καλύτερα τους λόγους της άρνησης μας. Βοηθάει να 1)ξαναδιατυπώσουμε το αίτημα και 2)εξηγήσουμε τι σημαίνει αυτό για μας. Π.χ. «Μου έδωσες αυτά τα ντοσιέ να τα κοιτάξω και να τα τακτοποιήσω εγώ αλλά είναι πάρα πολλή δουλειά και θα μείνει πίσω η άλλη δουλειά που έχω αναλάβει.»

-Να επανέρθουμε στην απάντηση που ήδη δώσαμε αν το έχουμε μετανιώσει. Αυτό δεν είναι ούτε ένδειξη αγένειας ούτε αναξιοπιστίας. Δείχνει αντίθετα ότι υπολογίζουμε και σεβόμαστε τη σχέση και αυτόν που έχουμε απέναντι μας: « Μου ζήτησες αυτό και σου είπα ναι, αλλά τελικά το σκέφτηκα και νομίζω ότι δεν με βολεύει καθόλου, δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρω.»

-Να σεβαστούμε αλλά να μην ενδώσουμε στα «επιχειρήματα» του άλλου. Μερικοί άνθρωποι γίνονται φορτικοί όταν δέχονται μια άρνηση και αρχίζουν τα χειριστικά επιχειρήματα, π. χ. «εγώ θα το έκανα για σένα» στα οποία δεν είναι εύκολο να μην καμφθεί κανείς. Κι όμως σ' αυτούς ειδικά τους ανθρώπους, τους «μαέστρους του χειρισμού» είναι σημαντικό να βρούμε τρόπους να μην ενδίδουμε. Μπορούμε να μείνουμε φιλικοί αλλά ανένδοτοι: «σε πιστεύω ότι θα το έκανες για μένα, και θα το έκανα ίσως κι εγώ σε κάποια άλλη στιγμή, τώρα όμως πραγματικά δεν μπορώ.»

- Και φυσικά να αναγνωρίσουμε και στο μέλλον να αποφεύγουμε τους ανθρώπους που ένα «όχι» μας τους μετατρέπει σε χρόνια παρεξηγημένους, αντίπαλους, εχθρούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γυναίκες είναι αυτές που έχουν την μεγαλύτερη δυσκολία να πουν «όχι», να δυσαρεστήσουν τους άλλους, να δειχτούν εγωίστριες.

Μαθημένες από μικρές να αφουγκράζονται τις ανάγκες και τα συναισθήματα των γύρω τους και να παίρνουν το ρόλο του ειρηνευτή και του διαμεσολαβητή για να διασφαλίσουν την αρμονία στις σχέσεις, πολύ συχνά αναπτύσσουν την «ικανότητα» να λένε αυτόματα «ναι» σε ό,τι τους ζητήσουν.

Οι άντρες από την άλλη, μαθημένοι να αντέχουν περισσότερο τις συγκρούσεις και τις δυσαρμονίες στις σχέσεις, δεν διστάζουν τόσο πολύ να εκφράσουν αυτό που θέλουν ή δεν θέλουν, αυτό που τους δυσαρεστεί και τους δυσκολεύει.

Μόνο που για τις γυναίκες πολύ συχνά αυτή τους η «ικανότητα» αποβαίνει με τον καιρό βάρος που τις πιέζει αβάσταχτα και που εντέλει, αντίθετα με τον αρχικό σκοπό, επιδρά αρνητικά τόσο στις ίδιες όσο και στις σχέσεις τους.

 

Λουίζα Βογιατζή - Ψυχολόγος

Πηγή: mypsychologist.gr

CoverPhoto: @Clark & Pougnaud