Ο Αρλεκίνος

02.02.2020
Ο Αρλεκίνος

Τον κοιτούσα και κάτι μου θύμιζε…

Κάτι στην κοψιά του, κάτι αστείο που είχα δει κάπου κάποτε.

Ρωτούσα και ξαναρωτούσα τον εαυτό μου, εκεί που έκοβα βόλτες πάνω κάτω στη μεγάλη αίθουσα, «μα τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει»;

Μια ξαφνική αναλαμπή και να το θυμήθηκα… Ένας Αρλεκίνος ήταν, ναι ένας Αρλεκίνος.

Το ύφασμα των ρούχων του μάλλον ήταν κάποτε μωβ. Τώρα το σκέπαζαν λογής λογής μπαλώματα που ήταν διάσπαρτα πάνω σ’ αυτό το παλιό ρούχο. Πολύχρωμα μπαλώματα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, παντού στους αγκώνες, στα γόνατα, μπροστά πίσω, κι ένα κίτρινο φωσφορούχο του διαβόλου στα ρεβέρ.

Στεκόταν όρθιος καμαρωτός στη λιακάδα, κομψός ναι κομψός και φανταχτερός, γιατί δεν μπορούσες να διανοηθείς με πόσο εκπληκτική τάξη και αρμονία ήταν ραμμένα πάνω του.

Πεντακάθαρο πρόσωπο χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ξεροψημένη απ’ τον ήλιο μύτη, καστανά μάτια, και μια έκφραση που τη μια γελούσε και την άλλη ήταν σκυθρωπή, σε μια εναλλαγή απόκοσμη, μυστήρια.

«Το νου σου», μου φώναξε καθώς περνούσαμε πάνω από ένα πεσμένο στο δρόμο κορμό που ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μας, και παραλίγο να κάνει τρύπα στο σαράβαλο που οδηγούσα.

Σήκωσε την μικρή πλακουτσωτή μυτούλα του και με ρώτησε : «Έλληνας»;…. , κι ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του.

«Εσύ» ;….του απάντησα εγώ καθώς πάλευα να κρατήσω στην ευθεία το τιμόνι του «τρικάταρτου» ανάθεμά το.

Ξίνισε το μούτρο του καθώς έσκυβε το κεφάλι κουνώντας το αρνητικά, σαν να ένιωθε ένοχος που με είχε απογοητεύσει.

«Δεν πειράζει», μου είπε σηκώνοντας το κεφάλι και μια αστραπή έσκισε τα μάτια του.

Σαν παρηγοριά μου φάνηκε.

«Τουλάχιστον φτάσαμε στην ώρα μας» ; αναρωτήθηκα.

«Εκεί πάνω είναι» μου είπε κι έγνεψε ψηλά στην κορυφή του βουνού, κατά τον ουρανό.

Στην αρχή όταν τον είδα τον είχα παρεξηγήσει… που να ξέρω γιατί… μα είχα κάνει λάθος.

Μετά θυμήθηκα… ήταν ένας πολύχρωμος κι ολάνθιστος Αρλεκίνος.

Το πρόσωπό του έμοιαζε με φθινοπωρινό μεσημέρι, τη μια βροχερό, ηλιόλουστο την άλλη.

***

Γιώργος Χρηστάκης