Κ᾿ ἦταν μακριὰ τὰ χέρια του σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἐκράτει
καὶ μία σχισμένη ναυτικὴν ἐφόραγε στολή.
Ἔμενεν ὧρες σιωπηλὸς κι ἀκίνητος σὰ σφίγγα
κι ἔπειτα ὡς νἆταν μοναχὸς ἀρχίναε νὰ μιλεῖ.
Δὲ μίλαε γιὰ ναυάγια δὲν ἔλεε γιὰ φουρτοῦνες,
ἢ γιὰ κυρὲς τῆς θάλλασας μὲ οὐρὰ καὶ μὲ φτερά,
γι᾿ ἁπλὰ ἐμιλοῦσε πράμματα καὶ γιὰ συνιθισμένα
ποὺ ὅμως στὸ στόμα του αὐτουνοῦ γινόταν θλιβερά.
Εἶχε μία βάρκα ἔτσι μικρὴ ποὺ μόλις τὸν χωροῦσε
καὶ ποὺ τὴν ἔλεε μοναχὸς «σπίτι χωρὶς σκεπή».
Ὁ κόσμος τὸν ἐπείραζεν, αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Ἴσως δὲν εἴξερε ὁ φτωχὸς τὸν πόνο του νὰ πεῖ.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα βραχνὰ νὰ τραγουδάει
ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ μαζὶ καὶ ναυτικὸ
καὶ μοῦ φαινόταν πὼς σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερὸ μεγάλο μυστικό.
Καὶ μία βραδιὰ τὸν βρήκανε μὲς τὴ μικρή του βάρκα
μὲ τὰ μικρὰ τὰ μάτια του κλειστὰ γιὰ πάντα πιά...
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ ποὺ ἀφηρημένος,
τὰ καθαρὰ κύτταε νερὰ καὶ κράτταε τὰ κουπιά.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ
* (Στὴ μεταφορὰ τοῦ κειμένου διατηρήθηκε ἡ ἰδιοτυπία τῆς ὀρθογραφίας,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ δύο «Λ» στὸ ψευδώνυμο.)
** Δημοσιεύτηκε στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου» (Ἰανουάριος 1930).