αυτομολεί ζέστη, ξεσκεπάζοντας τη νύχτα...
βάφει κόκκινα τα δικά μου χαράματα...
αποφασίζει ηδονές στην άκρη της γλώσσας της…
νανουρίζει λησμονιές…
Αναδιπλώνει το σύμπαν στο τσιγάρο της…
είναι θηλυκό όπως η μάχη, η σφαγή, η σμίξη…
κυλλάει αργά σε θυσιασμένες ώρες…
γίνεται ποτάμι όταν ανατρέπει την άρνηση…
χαρίζει τα πάντα αρκεί να σου ματώσει λίγο ένα όνειρο…
σ αγγίζει τρυφερά….
σε φοβάται σα σπάσιμο…
σε ξέρει σα νερό…
σ ανακαλύπτει σα σπηλιά…
σε φυλάει σαν εποχή…»
Μ. Καραγάτσης - Γιούγκερμαν