Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθειά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...
Από την ενότητα «Ελεγεία» της συλλογής «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927) του Κώστα Καρυωτάκη.
Πηγή:
Κ. Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα (1913 – 1928), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992.