καὶ στὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας, ἐκεῖ ποὺ στέκονταν τὸ βάζο,
ἀπομένει τὸ κενὸ πυκνωμένο στὸ ἴδιο σχῆμα τοῦ βάζου, ἀμετάθετο,
ν᾿ ἀστράφτει διάφανο στὴν ἀντηλιά, ὅταν ἀνοίγουν πότε-πότε
τὰ παράθυρα,
καὶ μέσα στὸ ἴδιο βάζο, πούχει ἀλλάξει τὴν οὐσία του
μὲ ἴδια κ᾿ ἰσόποσην οὐσία ἀπ᾿ τὸ κρύσταλλο τοῦ ἄδειου,
μένει καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κούφωμα, λίγο πιὸ ὀδυνηρὰ ἠχητικὸ
μονάχα.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ βάζο διακρίνεται τὸ χρῶμα τοῦ τοίχου
πιὸ σκοτεινό, πιὸ βαθύ, πιὸ ὀνειροπόλο,
σὰ νἄμεινε ἡ σκιὰ τοῦ βάζου σχεδιασμένη σὲ μία σαρκοφάγο -
Καί, κάποτε, τὴ νύχτα, σὲ μίαν ὥρα σιωπηλή,
ἢ καὶ τὴ μέρα, ἀνάμεσα στὶς ὁμιλίες,
ἀκοῦς βαθιά σου κάποιον ἦχο ὀξύ, πικρὸ καὶ πολυκύμαντο
σάμπως ἕνα ἀόρατο δάχτυλο νὰ ἔκρουσε
κεῖνο τὸ ἀπόν, εὐαίσθητο, κρυστάλλινο δοχεῖο.
[Απόσπασμα από το ποίημα . ΙΧ ., από την ποιητική συλλογή “Σχήμα της απουσίας” που περιλαμβάνεται στα “Ποιήματα Β΄”].