Σιωπηλό Σαββατόβραδο. Η ταβέρνα γεμάτη καπνό. Τρεις ναυτικοί
κάτι έλεγαν με μακρινές χειρονομίες. Ένα ποτήρι
έπεσε χάμου. Δεν ακούστηκε τίποτα.
Μονάχα μια σκοινένεια σκάλα καραβιού σχεδιάστηκε στο χνωτισμένο τζάμι.
Η σκάλα αυτή, μπορεί και κάπου ν’ ανεβάζει. Πρόσεξες;
Έγνεψε «ναι» με το κεφάλι. Τίποτ’ άλλο.
Καθίσανε στο ίδιο τραπέζι. Μοίρασαν το ψωμί τους. Όταν,
στο ίδιο τζάμι,
ακούμπησε ο εσπερινός ήλιος το πυρωμένο, φαρδύ πρόσωπό του
και κοίταξε μέσα.
Τότε παραμερίσαν τις καρέκλες γύρω τους για να χορέψουν.»
Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 3ος, Κέδρος