Εδώ έχουμε να κάνουμε με υποκατάσταση.
Παλεύω με το υποκατάστατο της μέρας και όχι με την ίδια τη μέρα.
Ερωτοτροπώ με το υποκατάστατο της νύχτας και όχι με την ίδια τη νύχτα.
Ούτε καν αυτό τον ίδιο το θάνατο δεν ανέχομαι, πρέπει να βρεθεί κάτι άλλο.
Αρχίζω και νιώθω περισσότερο άνθρωπος μέσα σ’ αυτή τη φτηνή και απόκοσμη φαντασμαγορία της ματαιότητας, θέλω να παρουσιάσω το δικό μου νούμερο.
Στριμώχνομαι στη σειρά με υπερτροφικές μπαλαρίνες, σταφιδιασμένες πριμαντόνες, καυλωμένους στρατοκράτες, βιαστές λαχανικών, ορχήστρες δολοφόνων, φυματικούς μεσσίες, πυρηνικούς επιβήτορες.
Έρχεται η σειρά μου, έρχεται η σειρά μου και δεν έχω τίποτα αξιόλογο να επιδείξω, κάποιο τρικ να γοητεύσω έστω μερικούς.
Τρέμω. Τα έχω χαμένα. Αυτό θα κάνω.
Θα ουρλιάξω πως είμαι πάμφτωχος κι αδέξιος κι ανίκανος και κενός και ίσως γι’ αυτό ν’ αξίζω μια στιγμή την προσοχή σας.
Θα τρομάξουν.
Δεν μπορεί, θα με χειροκροτήσουν.
Α! Ξημερώνει για τα καλά, πρέπει να βρω κάποιον να του πω μια καλημέρα.
Αρκεί βέβαια αυτός ο κάποιος να μην οπλοφορεί.