Έρνεστ Χεμινγουέϊ - «Στην προκυμαία της Σμύρνης»

17.06.2021
Έρνεστ Χεμινγουέϊ - «Στην προκυμαία της Σμύρνης»

«Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα εκείνη την ώρα. Ήμαστε στο λιμάνι κι εκείνες βρίσκονταν στην προβλήτα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δύο ή τρεις φορές για να πάψουν. […]

Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τ’ αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία. Έπειτα, ήταν και μια ηλικιωμένη κυρία, αυτή ήταν η πιο απίστευτη περίπτωση. Μίλησα γι’ αυτό σ’ ένα γιατρό και είπε ότι έλεγα ψέματα. Τις μαζεύαμε από την προβλήτα, είχαμε να μαζέψουμε και τα πτώματα, και αυτή η ηλικιωμένη κυρία ήταν ξαπλωμένη μέσα σ’ ένα σωρό σκουπίδια. Είπαν, «Θα της ρίξετε μια ματιά, κύριε;» Και της έριξα μια ματιά κι εκείνη τη στιγμή πέθανε και κοκάλωσε αμέσως. Τα πόδια της τέντωσαν και η ίδια τέντωσε από τη μέση και κάτω κι έγινε τελείως άκαμπτη. Σαν να είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα. Ήταν νεκρή και τελείως άκαμπτη. Το είπα σ’ ένα γιατρό και μου είπε ότι αυτό δε γίνεται.

Βρίσκονταν όλες στην προβλήτα και δεν έμοιαζε καθόλου με σεισμό ή κάτι τέτοιο διότι ποτέ δεν έμαθαν για τον Τούρκο. Ποτέ δεν έμαθαν τι θα έκανε ο Τούρκος. Θυμάσαι που μας διέταξαν να μην πλησιάσουμε το λιμάνι και να μην μαζέψουμε άλλους; Όταν εκείνο το πρωί μπήκαμε στο λιμάνι ήμουν τρομερά ανήσυχος. Είχε στη διάθεσή του αρκετές πυροβολαρχίες και θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα. Ήταν να μπούμε μέσα, να πλησιάσουμε στην προβλήτα, να ρίξουμε άγκυρα και μετά να βομβαρδίσουμε τον τουρκικό τομέα της πόλης. Αυτοί θα μπορούσαν να μας έχουν τινάξει στον αέρα αλλά κι εμείς θα μπορούσαμε να ισοπεδώσουμε ολόκληρη την πόλη. Απλώς μας έριξαν μερικές άσφαιρες βολές καθώς μπαίναμε στο λιμάνι. Κατέβηκε ο Κεμάλ και απέλυσε τον Τούρκο διοικητή. Για κατάχρηση εξουσίας ή κάτι τέτοιο. Μάλλον ήταν εκτός εαυτού. Θα γινόταν πραγματική κόλαση.

Θυμάσαι το λιμάνι. Κάμποσα ωραία πραγματάκια επέπλεαν εκεί μέσα. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που άρχισα να φαντάζομαι διάφορα. Δεν σε πείραζε για τις γυναίκες που γεννούσαν όσο για εκείνες που έσερναν πάνω τους τα νεκρά μωρά τους. Πάνω τους. Είναι ν’ απορείς που μόνο τόσες λίγες από δαύτες πέθαναν. Απλώς τις σκεπάζαμε με ό,τι βρίσκαμε και τις αφήναμε να μπούνε στο πλοίο. Πάντα διάλεγαν την πιο σκοτεινή γωνιά στο αμπάρι για να τα έχουν στην αγκαλιά τους. Από τη στιγμή που άφηναν την προβλήτα, καμιά τους δεν έδινε δεκάρα για τίποτε άλλο.

Κι οι Έλληνες, καλά παιδιά ήταν και δαύτοι. Κατά την υποχώρηση, έπιασαν κι έσπασαν τα μπροστινά πόδια των αλόγων και των μουλαριών επειδή δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους και μετά τα έριξαν στα αβαθή για να πνιγούν. Όλα εκείνα τα μουλάρια, να τα σπρώχνουν να πέσουν στ’ αβαθή, με τα μπροστινά τους πόδια σπασμένα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη επιχείρηση. Α, ναι, μα την πίστη μου, πολύ ευχάριστη.

 

Το 1925 o Έρνεστ Χεμινγουέϊ εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων και ξεκινούσε με ένα σύντομο κείμενο που τιτλοφορείται «Στην προκυμαία της Σμύρνης», στο οποίο περιγράφει –προφανώς βασισμένος σε μαρτυρίες που συνέλεξε- την κόλαση της πόλης τον Αύγουστο του 1922.

Ο 23χρονος τότε Αμερικανός δημοσιογράφος και μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας κάλυψε ως ανταποκριτής την πτώση της Σμύρνης. Η αλήθεια είναι ότι ο Χέμινγουεϊ ουδέποτε βρέθηκε στη Σμύρνη εκείνες τις δραματικές μέρες και ώρες. Εγραψε όμως γι’ αυτή στα βιβλία του ως διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος. Ως δημοσιογράφος προσπάθησε να βρεθεί εκεί, δεν τα κατάφερε, κατάφερε όμως να φτάσει έως την Αδριανούπολη, όπου έζησε και κατέγραψε μοναδικά το δράμα των Ελλήνων προσφύγων και του εξαθλιωμένου, ηττημένου ελληνικού στρατού, καθώς επίσης να συνομιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής της Σμύρνης.

Αργότερα, σε βιβλία του όπως τη συλλογή διηγημάτων «Στην εποχή μας» και στη νουβέλα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» (στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη), δραματοποίησε μερικά από εκείνα τα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού, και ίσως εδώ να βρίσκεται η αιτία της παρεξήγησης αυτής. Πρόκειται όμως για μυθοπλασία, για ως λογοτεχνική αφήγηση, όχι για πολεμική, δημοσιογραφική ανταπόκριση.

Πηγή: kathimerini.gr