Απ' το φυλάκιο ένας αστυφύλακας με φραπέ στο χέρι μου λέει "άντε, τράβα". Μπαiνω και χτυπάω στο ίδιο γραφείο που τους έχουν και κάθονται. Βλέπω μια τύπισσα σ' ένα άδειο γραφείο να γελάει και να λέει "τι 'ν' αυτοί ρε... - που φυτρώνουν τέτοια όντα ρε πούστη μου...", της λέω για μια επικύρωση και μου κάνει νόημα να μπω. Στο βάθος είναι καμιά εικοσαριά αστυνομικοί όρθιοι που χασκογελάνε και τρίβουν τα χέρια τους.
Δυο-τρεις πατάνε με δύναμη και κλωτσάνε τις σακούλες με τα παιχνίδια στο πάτωμα, κάποια απ' τα αυτά μισοχαλασμένα αρχίζουν να βγάζουν διάφορους ήχους και μουσικές. Τα χαχανητά δυναμώνουν. Οι πωλητές κάθονται μαζεμένοι σε κάτι καρεκλάκια. Ανάμεσα στις ατάκες που συνέλεξα: "καλή μπάζα κάναμε", "τώρα θα πέσει γέλιο με τους βρομιάρηδες", "δεν σας θέλουμε στην Ελλάδα, δεν γουστάρουμε τις σκατόφατσες σας, (σκύβει μπροστά στο πρόσωπο του ενός) αν ήταν 2004 θα σας κρατάγαμε να δουλεύετε σα σκυλιά και μετά να σας γαμάμε με λοστό, αλλά αυτές οι μέρες τελείωσαν...", "μας έχετε πιει το αίμα" κτλ.
Εγώ έχω μείνει και τους κοιτάω, ο διοικητής μπαίνει μέσα, με ρωτάει τι θέλω, η τύπισσα προλαβαίνει και λέει για την επικύρωση και της απαντάει "άντε τελειώνετε γιατί έχουμε δουλειά με τους μαύρους".
Αναδημοσίευση από τον τοίχο του Antreas Varangoulis (facebook)