Ένα απομεσήμερο, καθώς περνούσα από κει, είδα μια ωραία κοπέλα, γύρω στα είκοσι πέντε, καλλονή της Τσιμισκή, πού στάθηκε μπροστά στο γέρο, του χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα-με κάποια συγκατάβαση, είν’ αλήθεια-κι ύστερα έσκυψε κοντά του, λύγισε τα γόνατα και, προσπαθώντας να μη λερωθεί, του πρότεινε απαλά το μάγουλό της.
Ο γέρος, σα να ήξερε κι από άλλοτε, ζωήρεψε απότομα και άρχισε να τη φιλάει με βουλιμία, προσέχοντας κι αυτός μην την λερώσει.
Τα μάτια του έλαμπαν από τη σπάνια ευτυχία.
Μετά από κάμποσα φιλήματα, η ωραία ανασηκώθηκε παραμερίζοντας το γέρο και, όπως σκούπιζε τα μάγουλά της με το μαντηλάκι της, του είπε με γλυκιά φωνή:
«Εντάξει; Φτάνει τώρα. Άλλη φορά».
Ο γέρος κάτι της ψιθύριζε σα να παραληρούσε, ενώ τα μάτια του είχαν γουρλώσει και τα σάλια του έτρεχαν.
Η ωραία εξαφανίστηκε, και κάποιος είπε στους περίεργους που είχαν μαζευτεί, πώς κι άλλοτε του έτυχε να δεί το ίδιο περιστατικό με την κοπέλα και το γέρο.
«Αυτό θα πει ζητιάνος της αγάπης», σκέφτηκα μέσα μου και μελαγχόλησα: χρόνια πολλά ζητιάνευα κι εγώ ένα φιλί, κι όμως κανείς δε βρέθηκε να μ’ ελεήσει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Οι ρεμπέτες του ντουνιά - Μικρά πεζά, 1931, σελ. 1535