Μπίλι Χόλιντεϊ - Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ

27.06.2020
Μπίλι Χόλιντεϊ - Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ

Οι παρακάτω γραμμές θα αρκούσαν για να περιγράψει η Μπίλι Χόλιντεϊ τη ζωή της:

«Δεν επιτρέπεται να ‘χω πονόδοντο, δεν επιτρέπεται να ‘χω τρακ, δεν μπορώ να ξεράσω, να με πιάσει αναγούλα, δεν επιτρέπεται να’χω γρίπη ή πονόλαιμο. Οφείλω να βγαίνω και να’μαι στις ομορφιές μου, να τραγουδάω καλά και να χαμογελάω γιατί αλλιώς αλίμονό μου. Γιατί; Είμαι η Μπίλι Χόλιντεϊ και έχω περάσει πολλά (…). Μου ‘χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη πείνα σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη αγάπη».

Φυσικό είναι, αν δεν τα έχεις βιώσει, αν δεν σε έχουν σημαδέψει από τότε που βγήκες από τη μήτρα της μάνας σου, αν δεν έχεις φάει όχι μόνο τα μούτρα σου αλλά και τις φάπες σου, αν δεν έχεις δουλέψει πόρνη για να φας: τότε δεν μπορείς να τραγουδήσεις σαν την Μπίλι Χόλιντεϊ. Πολύ περισσότερο, δεν μπορείς να μείνεις στην ιστορία όπως έμεινε η Lady Day, όπως την αποκαλούσαν.

Η αυτοβιογραφία της, με τίτλο Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ (εκδ. Αγρα, γραμμένη με τη συνεργασία του Γουίλιαμ Ντάφι), ξεκινά από τη στιγμή που είδε το πρώτο φως της ημέρας, στις 7 Απριλίου του 1915 και φθάνει ως τις 17 Ιουλίου 1959. Λίγες ημέρες μετά την τελευταία της εμφάνιση σε μια φιλανθρωπική συναυλία στο Μανχάταν τη μετέφεραν σε κακή κατάσταση στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν, όπου μάλιστα παρουσιάστηκε η αστυνομία για να τη συλλάβει.

'Οταν πέθανε ήταν 44 ετών.

bili-xolintei-i-kyria-tragoudaei-ta-blouz3.jpg

Η Μπίλι Χόλιντεϊ κουβαλούσε μέσα της όλα όσα μεταμορφώνουν έναν καθημερινό άνθρωπο σε θρύλο. Δεν είχε να κάνει μόνο με το ταλέντο της, με τη μουσική και το τραγούδι. Είχε να κάνει με τα βιώματά της, την εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, την προσπάθεια να ξεφύγει από τη φτώχεια… και το ξύλο. Πολύ ξύλο. Αρχικώς από την ξαδέρφη της, Αϊντα, που την έδερνε όχι με λουρί αλλά με τις γροθιές της. Αντεξε στο ξύλο.

Και στα έξι της, ολοκληρωμένη γυναίκα, όπως γράφει η ίδια, «μεγαλόσωμη, με στήθια μεγάλα, μεγάλο σκελετό, μια μεγαλόσωμη παχιά γκόμενα, κανονικά. Τότε ήταν που άρχισα να ξενοδουλεύω: να προσέχω μωρά, να κάνω θελήματα και να σφουγγαρίζω τα αναθεματισμένα εκείνα άσπρα σκαλιά σε όλη τη Βαλτιμόρη». Είτε όμως καβαλούσε ποδήλατο είτε σφουγγάριζε, της άρεσε να τραγουδάει.

Με την τζαζ πρωτοσυναντήθηκε στο πορνείο της γειτονιάς της. Μοιραία συνάντηση. Και για εκείνη και για το είδος που υπηρέτησε. Επλενε τις λεκάνες, τοποθετούσε σαπούνια Lifebuoy και προσόψια. Αλλά λεφτά δεν έπαιρνε. Απλώς ζητούσε την άδεια να πάει στο μπροστινό σαλόνι να ακούσει τον Λούι Αρμστρονγκ και την Μπέσι Σμιθ στη βικτρόλα του μαγαζιού, στο γραμμόφωνο δηλαδή.

Να πώς περιγράφει η ίδια τα συναισθήματα που εισέπραττε: «Θυμάμαι την εγγραφή του τραγουδιού του «Pops» (Λούι Αρμστρονγκ) και πόσο με έφτιαχνε. Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να τραγουδά χωρίς λόγια (…). Μερικές φορές ο δίσκος με έκανε να νιώθω τέτοια θλίψη που έριχνα ένα κλάμα άλλο πράγμα. Κι άλλες φορές ο ίδιος ο αναθεματισμένος δίσκος μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένη που ξεχνούσα πόσο χρήμα, που είχα βγάλει με ιδρώτα, μου στοίχισε η μουσική βραδιά στο σαλόνι».

Billie_Holiday00.jpg

«Το μαγαζί είχε λουφάξει»

Η μάνα της δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επέστρεφε σπίτι χωρίς λεφτά, ενώ κόντεψε να της έρθει κόλπος μόλις έμαθε ότι τα ξόδευε για να ακούσει τζαζ στη βικτρόλα. Από την άλλη, δεν ήταν η μόνη που άκουγε τζαζ σε πορνείο. Οπως περιγράφει η ίδια, πολλοί λευκοί άκουγαν τζαζ σε πορνεία, εξ ου και ο χαρακτηρισμός της ως «μουσικής για μπορντέλα».

Εκεί η Μπίλι Χόλιντεϊ γνώρισε τον σαρκικό έρωτα, έγινε γυναίκα. Εμαθε να κλέβει από τα πολυκαταστήματα της Βαλτιμόρης τα άσπρα μεταξωτά σοσόνια που τόσο της άρεσαν – «και λεφτά να είχα, δεν θα με άφηναν να τα αγοράσω». Τότε περίπου ο πατέρας της τη βάφτισε Μπίλι. Το Ελεονόρα ποτέ δεν της άρεσε. Αυτό που ήθελε ήταν να είναι όμορφη και να έχει ωραίο όνομα… Το ταξίδι με τη μητέρα της από τη Βαλτιμόρη στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία δώδεκα ετών, θα αποδειχτεί καθοριστικό, καθώς προσελήφθη ως τραγουδίστρια στην «Ξύλινη Παράγκα».

Πρώτο βράδυ και ερμήνευσε το «Trav’lin’ all alone»: «Το μαγαζί είχε λουφάξει. Αν κάποιος έριχνε μια καρφίτσα, θα ακουγότανε σαν μπόμπα. Μόλις τελειώνω, όλοι εκεί μέσα χύνανε δάκρυα μες την μπίρα τους κι εγώ έβγαλα μόνο από την πίστα 38 δολάρια. Οταν έφυγα από το μαγαζί εκείνο το βράδυ, τα ‘κανα μοιρασιά με τον πιανίστα και μου μείνανε 57 δολάρια».

Τι τα έκανε; Τα έφαγε… στην κυριολεξία. Αγόρασε ένα ολόκληρο κοτόπουλο και μερικά φασόλια γιαχνί, που άρεσαν πολύ στη μαμά της.

Η Μπίλι Χόλιντεϊ δεν μασάει τα λόγια της. Οι λέξεις βγαίνουν σαν το τραγούδι της: μαλακό και σκληρό, γλυκό και πικρό, παθητικό και δυναμικό, σίγουρο και κλονισμένο ταυτόχρονα. Σαν ρεμπέτισσα, σαν τη Μαρίκα Νίνου ή τη Ρόζα Εσκενάζυ. Μια γυναίκα με δύναμη άντρα, που δεν φοβάται να εκφράσει τα συναισθήματα της.

Ισως γι’ αυτό ακριβώς να έγραψε την αυτοβιογραφία της: να τα βγάλει όλα στη φόρα. Μέσα από μια γλώσσα ολοζώντανη – στη θέση της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε νέγρα γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη το 1915 και πέθανε από ηρωίνη.

Στην Μπίλι έλαχε να τραγουδά και γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία, γι’ αυτό διαβάζουμε το βιβλίο της. Ωστόσο, χωρίς ίσως να το γνώριζε η ίδια, με αυτό το βιβλίο φωτογράφισε μια ολόκληρη γενιά μαύρων Αμερικανών. Μια γενιά κυνηγημένη γενιά, βουτηγμένη στην πορνεία, στα ναρκωτικά, στο περιθώριο. Αλλά και στην τζαζ και στα μπλουζ.

bili-xolintei.jpg

Σκίντσας Γιώργος

Πηγή: tovima.gr

Η Μπίλι Χόλιντεϊ υπήρξε μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες της τζαζ, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1936-1943.

Η Ελεωνόρα Φάγκαν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1915 στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από ανήλικους γονείς, που διήγαν ακόμη την εφηβεία τους. Τον πατέρα της, ένα μουσικό της τζαζ, τον πρωτοσυνάντησε χρόνια αργότερα, αλλά κράτησε το επίθετό του ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και έπειτα από ένα μικρό διάστημα στην πορνεία, έκανε το ντεμπούτο της ως επαγγελματίας τραγουδίστρια το 1931 σε νυχτερινά κέντρα τού Χάρλεμ. Εκεί την ανακάλυψε ο παραγωγός Τζον Χάμοντ και τον Νοέμβριο του 1933, ηχογράφησε με τον Μπένι Γκούντμαν τα τραγούδια «Your Mother's Son-in-Law» και το «Riffin' the Scotch», που ήταν η πρώτη της μεγάλη επιτυχία.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον πιανίστα Τέντι Γουίλσον και τον σπουδαίο σαξοφωνίστα Λέστερ Γιανγκ, ο οποίος την αποκαλούσε χαϊδευτικά «Lady Day». Περιόδευσε για μικρό διάστημα με τον Κάουντ Μπέιζι και τον Άρτι Σο, προτού αναδειχθεί σε αστέρι των νυχτερινών κέντρων του 1940, χωρίς ωστόσο ποτέ να διακόψει τους δεσμούς της με την τζαζ.

Κάποιες από τις μεγάλες της επιτυχίες υπήρξαν τα τραγούδια: «Summetime», «What a Little Moonlight Can Do», «I Cried for You», «Easy Living», «Fine and Mellow», «God Bless the Child», «That Ole Devil Called Love», «Don't Explain», «Good Morning Heartache», «Lady Sings the Blues» και το αντιρατιστικό «Stange Fruit». Το στιλ της Μπίλι Χόλιντεϊ ήταν μοναδικό. Χωρίς καμία τεχνική κατάρτιση, δημιουργούσε όμορφα και εκλεπτυσμένα μουσικά εφέ, ενώ η δραματική της ένταση έδινε βάθος ακόμη και στον πιο κοινότοπο στίχο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της σφραγίστηκαν από έναν συνεχή αγώνα κατά της εξάρτησης από την ηρωίνη και το αλκοόλ. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 17 Ιουλίου 1959, σε ηλικία 44 ετών.

Η «Lady Day» αγαπήθηκε από πολλούς άνδρες, αλλά δεν ευτύχησε στους δύο σύντομους γάμους της, ο ένας με τον προμηθευτή της των ναρκωτικών και ο δεύτερος με έναν μαφιόζο.

Η αυτοβιογραφία της «Lady Sings the Blues» («Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ), που έγραψε μαζί με τον φίλο της δημοσιογράφο Γουίλιαμ Ντάφτι, εκδόθηκε το 1956, ενώ αποτέλεσε την βάση για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, που προβλήθηκε το 1972, με την Νταϊάνα Ρος στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

 

Πηγή: sansimera.gr