Τα συναισθήματα ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ

17.03.2018
Τα συναισθήματα ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ

Ένα παιδί με παρορμητική συμπεριφορά και διάσπαση προσοχής συχνά στοχοποιείται τόσο από τους δασκάλους όσο και από τους γονείς του.

Εμπλέκεται σε σχέσεις όπου δημιουργούνται συγκρούσεις και προβλήματα. Ενίοτε, η ατελείωτη ενέργειά του γίνεται κουραστική και πολλές φορές εξοντωτική για συμμαθητές, γονείς και δασκάλους.

Μπορεί επιπλέον να δέχεται κατηγορίες γι’ αυτή τη συμπεριφορά και να του ζητείται συστηματικά να δίνει εξηγήσεις για την όποια μη αποδεκτή πράξη του.

Με αυτό τον τρόπο, το παιδί συχνά ακούει από το περιβάλλον του εκφράσεις όπως:

«Δε θα παίξεις, γιατί δεν ακούς τους κανόνες»,

«Σταμάτα να χτυπάς τα πόδια σου, κάνεις φασαρία, δεν το καταλαβαίνεις;»,

«Πρόσεχε, όλο χάνεις τα πράγματά σου»,

«Βγάλε το βιβλίο από την τσάντα σου και μην ενοχλείς τους συμμαθητές σου»,

«Πόσες φορές θα στο πω;»,

«Δε σε έχω φίλο», «Εξαιτίας σου, χαλάει το παιχνίδι», «Κυρία, ο Ανδρέας με έσπρωξε», «Κυρία, ο Ανδρέας με έβρισε», «Κυρία, ο Ανδρέας με χτύπησε».

Πιθανόν να του γίνονται χαρακτηρισμοί όπως: «Είναι κουραστικός, είναι ενοχλητικός για τα παιδιά της τάξης/ τα αδέρφια του, είναι ζωηρός, ανυπάκουος, εκτός ελέγχου, είναι επιθετικός, είναι δύσκολος... »

Το παιδί που δέχεται συνεχώς επικρίσεις αισθάνεται πως απογοητεύει τους γύρω του και πως δεν είναι αποδεκτό.

Νιώθει πως κάνει μόνο λάθη και δεν αξίζει την αγάπη των γονέων ή των δασκάλων του.

Νιώθει ανασφάλεια, γιατί τα σημαντικά του πρόσωπα δεν μπορούν να το οριοθετούν σε ένα κόσμο που είναι χαοτικός για εκείνο.

Αισθάνεται πως δεν το καταλαβαίνουν, ενώ την ίδια στιγμή κάνει υπερπροσπάθεια για να μείνει ακίνητο, αμίλητο και υπάκουο.

Κανένα παιδί με ΔΕΠ/Υ δεν ξυπνάει το πρωί με σκοπό να προκαλέσει και να εκνευρίσει τον δάσκαλο, τον συμμαθητή του και τους γονείς του!

Αντιθέτως, ματαιώνεται επειδή δεν τα καταφέρνει. Όντας συστηματικά αποδέκτης παρατηρήσεων από τους γύρω του, το ίδιο θυμώνει και αρχίζει να εκδηλώνει συνειδητά προβληματικές συμπεριφορές, ώστε να τραβά την προσοχή.

Σε αυτή την περίπτωση το παιδί έχει αναπτύξει άμυνες και σκόπιμα δεν υπακούει.

Οι γονείς και οι δάσκαλοι συχνά επικρίνουν το παιδί, και οι μεν τους δε, με αποτέλεσμα το παιδί να δυσκολεύεται να εξελιχθεί τόσο σε μαθησιακό όσο και σε κοινωνικόσυναισθηματικό επίπεδο.

Οι ίδιοι πιθανόν να νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο, ότι είναι ανίκανοι να οριοθετούν το παιδί και απελπίζονται από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες που καταβάλλουν.

Οι εκρήξεις θυμού μεταξύ γονέων-παιδιού / δάσκαλου-μαθητή οδηγούν σε αδιέξοδο, με το παιδί να χάνει σύντομα την αυτοπεποίθησή του.

Η δυσκολία να γίνουν κατανοητά τα βαθύτερα συναισθήματα του παιδιού και του ενήλικου οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: γονείς (θυμώνω κατηγορώ, απογοητεύομαι) – παιδί (θυμώνω, γίνομαι προκλητικός και επιθετικός, απογοητεύομαι).

Έτσι, τα παιδιά συχνά εγκλωβίζονται στο «ό,τι και να κάνω είναι λάθος, είμαι αποτυχημένος και κανείς δε με θέλει» και οι γονείς/δάσκαλοι στο «είναι ανεξέλεγκτος», «δεν καταλαβαίνει τίποτα» και «εγώ είμαι ανίκανος να κάνω κάτι».

Το παιδί μπορεί να βιώνει μοναξιά και απόρριψη, ενώ οι γονείς πιθανόν να φοβούνται, καθώς οι ίδιοι, ό,τι και να κάνουν, δεν έχει αποτέλεσμα. Βλέποντας να εδραιώνονται καθημερινά προβληματικές συμπεριφορές, ανησυχούν για την εξέλιξή του.

Ωστόσο, γονείς και δάσκαλοι αντί να εξοργίζονται, χρειάζεται να αποδεχτούν το παιδί και να αξιοποιήσουν τις δυσκολίες του για να αναζητήσουν νέους τρόπους να σχετιστούν μαζί του.

Ας παραλείψουμε όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς και ας σταματήσουμε να εστιάζουμε στο πόσο ζωηρό είναι το παιδί.

Με κατανόηση στα συναισθήματα του μπορεί να ανακαλύψουμε πως έχει πολλές δυνατότητες και είναι πολύ πρόθυμο να συνεργαστεί. Το ύφος και ο τόνος που του επικοινωνούμε τις οδηγίες, η υπομονή που δείχνουμε και η σταθερότητα στην καθοδήγηση μας είναι σημαντικά για τη δική του ηρεμία και ανταπόκριση στα αιτήματά μας.

Ας ξεκινήσουμε εντοπίζοντας τους τομείς στους οποίους το παιδί είναι ικανό και ας τους αξιοποιήσουμε.

Δίνοντας ευκαιρίες στο παιδί να εξασκήσει τα ενδιαφέροντά του, μπορεί να βελτιώσει την αυτοεκτίμησή του και το αίσθημα ότι τα καταφέρνει.

Η υπομονή, η σταθερή καθοδήγηση και η εμπιστοσύνη προς το παιδί, συμβάλλουν ώστε αυτό να κάνει περισσότερη προσπάθεια, νοιώθοντας περήφανο για τον εαυτό του.

 

Neuhaus C., (1999). Το Υπερκινητικό Παιδί και τα Προβλήματά του, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Satir V., (1989). Πλάθοντας ανθρώπους, Αθήνα : Κέδρος

Πηγή: milontasgiapaidia