Άνθρωπος και υπεράνθρωπος

09.06.2017
Άνθρωπος και υπεράνθρωπος

O Καζαντζάκης αντιμετώπιζε με σιωπηλή αταραξία τους επικριτές του

«Τούτος τα σύνορα πατάει, θνητό κι αθά­νατο μπερδεύει» (Οδύσ. B 202)

OTAN πριν από τον τελευταίο πόλε­μο παρουσιάστηκε στα γράμματά μας η «Οδύσεια», το μόνο που έκαμεν εντύπωση ήταν ο όγκος της. Ελάχιστοι ένιωσαν την προέκταση, που έδιδε στην ποίησή μας. Οι πολ­λοί εσιώπησαν. Κι όσοι μίλησαν, πή­ραν ένα τόνο ελαφρά διδακτικό κι εφανέρωσαν -άλλοι ευγενικά και άλ­λοι αδέξια- την πρόθεσή τους να συ­στήσουν στον ποιητή της ν' αποφεύ­γει τις σπάνιες λέξεις και τα ογκώδη έργα (...).

Ο Καζαντζάκης έμενε σιωπηλός μπροστά σ' αυτούς τους δασκάλους της ποιητικής χρηστομάθειας. Ούτε θύμωνε ούτε πικραινόταν. Καμμιά φορά μόνο, σε ιδιωτικές συνομιλίες, έδιδε την εξήγηση της αταραξίας του:

Αυτοί οι άνθρωποι μένουν σ' άλ­λο πάτωμα κι εγώ σ' άλλο. Εγώ κατε­βαίνω στο δικό τους και καταλαβαί­νω πολύ καλά το δίκιο τους. Πιστεύω πως, αν καμμιά φορά ανεβούν κι αυ­τοί στο δικό μου, θα καταλάβουν πως έχω και εγώ δίκιο. Ολοι έχομε δίκιο...

Κι όταν αργότερα η κριτική της «Οδύσειας» ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της λογοτεχνικής χρηστομά­θειας προσπάθησε να θίξει και την ουσία του έργου, χωρίς όμως πάλι να παρουσιάζει ικανότητες προσαρμο­γής στο τραχύ κλίμα του, έδωκε μιαν απάντηση, που έμεινεν ιστορική:

Οι άνθρωποι, είπε, διαιρούνται όπως και οι αριθμοί σε «άρτιους» και «περιττούς». Οι πρώτοι είναι ήσυχοι και βέβαιοι για όλα τα πράγματα. Εί­ναι λείοι. Οι άλλοι, πάντοτε ανήσυχοι κι αβέβαιοι, αποζητούν, χωρίς ελπί­δα, την τελείωση. Είναι γεμάτοι «τσουγκριά» -ερωτήματα και προε­κτάσεις. Οι τελευταίοι με καταλαβαί­νουν και χωρίς να τους εξηγώ το έρ­γο μου. Οι άλλοι, ό,τι και να τους πω, δε θα μπορέσουν ποτέ να το καταλά­βουν.

Ενας νέος και πολύ αξιόλογος φι­λόλογος (...) κατηγόρησε την «Οδύσεια» σαν έργο στερημένο από την διαύγεια και την λιτότητα, που πρέ­πει να χαρακτηρίζουν τα έργα των Ελλήνων, δηλαδή βάρβαρο. H κατη­γορία τούτη φαίνεται να ενόχλησε τον Καζαντζάκη. Γι' αυτό και η απά­ντησή του αυτή τη φορά ήταν αυστη­ρή και χωρίς υπονοούμενα:

Γεννήθηκα στην Κρήτη, ετόνισε, στο νησί όπου πραγματοποιήθη­κε μια σύνθεση της Ελλάδας και της Ασίας. Ο Οδυσέας μου δεν είναι ούτε Ελληνας ούτε βάρβαρος, αλλά και τα δυό μαζί: Είναι Κρητικός!

Πραγματικά, η παρουσία της Κρή­της και στην «Οδύσεια», και σ' ολό­κληρο το ώριμο έργο του Καζαντζά­κη, είναι τόσο έντονη -σαν γλώσσα και ήθος- που δεν μπορεί κανένας εύκολα να κατηγορήσει όσους βρί­σκουν την «Οδύσεια»... δυσανάγνω­στη.

Δε θα μπορούσαμε λ.χ. να ζητή­σομε από τον Ουράνη να μπει μέσα στο ατρόμητο καράβι του Κρητικού Οδυσέα. Ο τρυφερός ποιητής των «Νοσταλγιών» -που δεν ήταν άλλω­στε ποτέ εραστής του «κυρτού κύ­ματος», που «κορυφούται, αποπτύει δ' αλός άλμην»- προτιμούσε να ονει­ρεύεται, απόμαχος, τότε, στην ακρο­γιαλιά:

Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες και τις σφιγγώδεις τις μορφές που είδα στην Ολλανδία, παράμερα στων λιμανιών τους φά­ρους καθισμένους να βλέπουνε αμίλητοι να φεύγουνε τα πλοία...

Ούτε κι από τον Κ. Παράσχο (μνη­μονεύω επίτηδες δυο από τους επι­σημότερους επικριτές της «Οδύσει­ας») θα 'ταν δίκαιο να ζητήσομε συμμετοχή στις περιπέτειες του «περιττού» ήρωα του Καζαντζάκη, αφού, όπως μας το βεβαιώνει ο ί­διος, είναι ευχαριστημένος με την «αρτιότητά» του:

Σε κάποια πολιτεία καιρό φτασμέ­νος μόνος γυρίζω, όλη τη μέρα μόνος· πόθος ουτ' ένας μέσα μου ουδέ πό­νος κι είμαι απ' το κάθε τι ξεδιψασμένος...

Ω, το κλίμα της Κρήτης είναι άλ­λο! Εδώ τίποτα δεν είναι ήσυχο. Ολα είναι δίψα, βράχος και κίνδυ­νος. Κι όλα αναδίδουν την ίδια φω­νή: «Μην κρατάς τίποτα για υστερ­νή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε...». Δεν μπορούν, φυσικά, όλοι να «α­κούσουν» αυτή τη φωνή.

Αν όμως το έργο του Καζαντζάκη, δυσπρόσιτο όπως είναι από τη φύση του, εξηγεί κατά κάποιο τρόπο την εχθρότητα των «αρτίων», ο ατομι­κός του βίος, άσπιλος όπως ήταν και υποδειγματικός, πρέπει να γίνει πλατύτερα γνωστός, για να πάρει έ­τσι η μορφή του -και στην αντίληψη των πολλών- τις αληθινές ηθικές διαστάσεις της και να γαληνέψει ε­πιτέλους, ο ποικιλόχρωμος όχλος των σταυρωτών του. Ισως τότε και το έργο του, ελευθερωμένο από τη σκιά των προκαταλήψεων, να φανεί καθαρότερα και να κριθεί με δικαιο­σύνη.

****

Σημείωση: To κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του πρόσφατα χαμένου αείμνη­στου καθηγητή Μενελάου Παρλαμά, «Ανάλεκτα», εκδ. «Βικελαία Δημοτική Βι­βλιοθήκη», Ηράκλειο.

Kυριακή 2 Nοεμβρίου 1997 - H Καθημερινή - Περιοδικό 7 ημέρες - Αφιέρωμα στον Καζαντζάκη