Anne Sexton, «Το φυτό της αγάπης»

04.12.2020
Anne Sexton, «Το φυτό της αγάπης»

Ένα τερατώδες αλλά υγρό λουλούδι
μπλέκεται στα πνευμόνια μου, πλέκεται στην καρδιά μου,
έρπει ως τον λαιμό μου
και σαν χταπόδι βυζαίνει τη γλώσσα μου.

Το φύτεψες όλο χαρά πέρυσι το καλοκαίρι
και να ριζώσει το άφησα δίπλα στη βραδινή μου ελπίδα,
δίχως να ξέρω πως θα γίνει μεγαλύτερο από μένα
και μέα μου θα εκραγεί φέτος το Μάρτη.
Όλο το χειμώνα, καθώς να το μικρύνω προσπαθούσα,
το ένιωθα να μεγαλώνει.
Μα φυσικά ποτέ μου δε σου μίλησα γι' αυτό,
γιατί η διαύγειά μου ήταν απαίσια μάλλον
κι ένιωσα υποχρεωμένη να έχω στο νου μου τη δική σου.
Τώρα που έφυγες για πάντα
γιατί δε μαραίνεται αυτό το φυτό;
Προσπαθώ να το αποδιώξω.
Καταπίνω πέτρες.
Καταπίνω φιαλίδια λεπτά
με σταυρωμένα κόκαλα ζωγραφισμένα πάνω τους.
Όμως εκείνο τρέφεται με το υγρό τους διάλυμα.

Ανάβω σπίρτα και τα βάζω στο στόμα μου
και τα δόντια μου λιώνουν αλλά η πρασινάδα συνεχίζει να συρίζει.
Πίνω αίμα από τους καρπούς μου
και το πράσινο γλιστράει σαν βραχιόλι.
Δεν θα μπορούσε κάποιος φύλακας
να το ισοπεδώσει εάν γυρνούσα μέσα έξω για μια ώρα;
Το λουλούδι, αυτός ο πολτός, το αχυρένιο παραγέμισμα
με νίκησε, με έχει.
Αδύντατο είναι προφανώς να σκοτωθώ ή να το σκοτώσω.

Βήχω. Παλεύω ν'αναπνεύσω. Το νιώθω να εισέρχεται
στις ρινικές κοιλότητες, στο ιγμόρειο, στο κάτω και στο άνω,
και άρα στον εγκέφαλο, από τα μάτια μου αναβλύζει,
πρέπει να βρω ένα χειρουργό να το αφαιρέσει με νυστέρι, να το κάψει
όπως σε κάποιους βίαιους επιληπτικούς.
Γρήγορα να καλέσω κάποιον πριν εκραγώ!
Θα μάντευες την ύπαρξή του
αν με έβλεπες στη λεωφόρο να λικνίζομαι
με το μακρύ μαύρο παλτό μου, με γούνινη κουκούλα
και τη μακριά ροζ φούστα μου να ξεπηδά σε κάθε βήμα;
Θα μάντευες πώς κάτω από το παλτό, το ροζ, το σουτιέν, το εσώρουχο,
στις εσοχές όπου γονάτισε η αγάπη
ένα φυτό που βήχει μου προκαλεί ασφυξία;

Μήπως γίνομαι απάνθρωπη
και πρέπει ίσως να δεχτώ τη φυσική του τάξη;
Μήπως γίνομαι κομμάτι του πράσινου κόσμου
κι από το στόμα μου ξεπεταχτεί ένα τριαντάφυλλο;
Περαστικές διαβάτη, άσε με να το κόψω με τα δόντια, να σ'το φτύσω
κι εσύ να πεις «Τι ωραίο!» και να μου γνέψεις φχαριστώ,
να περπατήσεις τρία τετράγωνα ως τη γυναίκα που αγαπάς
κι εκείνη στο αφτί της να το βάλει
χωρίς να ξέρει πως αυτό μες στο αφτί της θα γλιστρήσει,
στο μυαλό, να την τρελάνει.
Τότε θα γίνει σαν κι εμένα και αυτή -
μια κούκλα ροζ και παραγεμισμένη με φρενιασμένο πράσινο.

 

Anne Sexton, Οδός Ελέους 45