Από τα γαριδάκια Μπόζο στον Κλόουν! (video)

Από τα γαριδάκια Μπόζο στον Κλόουν! (video)

Νέος σταθμός, ίδιο ταξίδι κι όσο αυτό θα συνεχίζεται, τόσο περισσότερο θα θυμίζω την ιστορική, ρετρό διαφήμιση «Σαράφης στα Τρίκαλα, Σαράφης στην Αθήνα, τώρα Σαράφης και στο Παρίσι». Τώρα Μίλτος και στον Κλόουν! Κι ο Σηκουάνας πλημμύρισε από τα δάκρυα των Παριζιάνων που δεν επέλεξα τη γαλλική πρωτεύουσα για επόμενη στάση της νταλίκας...

Κλόουν! «Από όνομα μου ταιριάζει», σκέφτηκα όταν ο Άντης, αφού πρώτα με ενημέρωσε περί της 15ετούς πίστης του στη στήλη του Μίλτου του Νταλικέρη (Άντη, η στήλη πατάει στα ...14), μου πρόσφερε πάρκιν για την νταλίκα.

Έγινα και Κλόουν, λοιπόν!

Κι η επόμενη σκέψη μου ήταν ο μοναδικός κλόουν που θυμόμουν από παλιά.

Ο Μπόζο, τον οποίο η γενιά μου τον γνώρισε κάπου στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ΄70 ως πακέτο ...γαριδάκια!

«Τώρα όλα τα παιδάκια, Μπόζο τρώνε γαριδάκια», έλεγε το σχετικό σλόγκαν, που ενημέρωνε πως εντός της συσκευασίας υπήρχε και δώρο παιχνίδι.

Μέχρι που, όπως λέει ο σχετικός μύθος, κάποιο βουλιμικό παιδάκι, έφαγε μαζί με τα γαριδάκια και το δώρο, πνίγηκε και μετά ...τέλος -δια νόμου- τα παιχνίδια μέσα στη συσκευασία.

«Επειδή πήγε ο χάχας και πνίγηκε, χάσαμε εμείς τα δώρα», έλεγε ο φίλος μου ο Φώτης, ο οποίος από μικρός φαινότανε ότι δεν θα μεγαλώσει.

Άλλο κακό και τούτο. Δυο παραγράφους έγραψα, δυο ρετρό διαφημίσεις θυμήθηκα.

Με κυνηγάνε οι «ρετρό ιστορίες» τελικά. Όλο θυμάμαι κι όλο ό,τι θυμάμαι χαίρομαι.

Άλλωστε, την τελευταία 4ετία κάπως έτσι έχει κυλήσει το νερό στο αυλάκι αυτής της στήλης, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2000 από την έντυπη έκδοση του ιστορικού κι αγαπημένου σπορτ.τζιάρ ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ και από το 2001 έχει την τιμή να αυτοπροσδιορίζεται ως η ...«αρχαιοτέρα αθλητική στήλη του ελληνικού ίντερνετ».

Μόνο που στην πορεία η καθαρά «αθλητική» της υπόσταση άρχισε σταδιακά να περιορίζεται και -εν τέλει- να συρρικνώνεται δραματικά, ανάλογα με τον ελληνικό αθλητισμό και αντιστρόφως ανάλογα με τα ευτραφή, κακής ανατροφής, αυτοδιορισμένα αφεντικά του και τους φουσκωτούς, ξεφούσκωτους και παραφουσκωμένους (κυρίως αλαζονεία, υποκρισία και ανοησία) υπαλλήλους, φίλους και ντεμέκ αντιπάλους τους.

Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, όσο η στήλη ανέπνεε στο φιλόξενο περιβάλλον της γκαζέτας, είχαν καθιερωθεί οι «ρετρό ιστορίες» της Τρίτης και τα «ρετρό ακούσματα» της Πέμπτης.

Κάποια από αυτά τα θέματα θα τα θυμηθούμε, όπως τους αρμόζει, μέσα από τις σελίδες του Κλόουν, μαζί φυσικά και με κάποιες ιστορίες νέας εσοδείας, που μπορεί να μας πάνε ακόμα και 20 και 30 και ...βάλε χρόνια πίσω.

Ήδη ο Μπόζο μας γύρισε στα σέβεντις...

Δεν ξέρω γιατί, αλλά τώρα τελευταία όλες αυτές οι αναμνήσεις μου έρχονται στο μυαλό μαζί με μυρουδιές, όπως εκείνη του «τυριού» από τα γαριδάκια και του «φουντουκοφιστικιού» από τα «φοφίκο» (είπαμε, ό,τι θυμάμαι χαίρομαι).

Ίσως γι΄ αυτή την εμπλοκή μου με τις αναμνήσεις της όσφρησης να ευθύνεται ο -φετιχιστής των αρωμάτων- φίλος μου ο Παππούς, που όταν μιλάμε για τάβλι (πάλι έχουμε ένα χρόνο να παίξουμε), μου θυμίζει το γεμάτο, πηχτό άρωμα από την ...αλωνιστική μηχανή του καφέ που βρισκόταν δίπλα στο τραπεζάκι που λιώναμε σορτσάκια, πούλια και ζάρια στα εφηβικά και μετεφηβικά μας χρόνια.

Η μυρουδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ μου έφερε στο νου κι άλλες από εκείνη την εποχή.

Τη φρέσκια, σχεδόν υγρή μελάνη από τις πρωινές, αθλητικές εφημερίδες στο περίπτερο, την -ουσιαστικά- μοναδική πηγή ενημέρωσης για τις ομάδες μας εκείνη την εποχή.

Σχεδόν την ίδια μυρουδιά είχαν το «Μπλεκ» και το «Αγόρι», όχι όμως και ο πιο πολυτελής «Λούκι Λουκ», σίγουρα όχι ο περιθωριακός «Ταρατατά» και το αλανιάρικο «Σωφεράκι».

Πώς να έρθουν υγρά όνειρα, άλλωστε, αν το αντικείμενο του πόθου μυρίζει σαν την «Αυριανή» ή τη «Βραδυνή» εκείνης της εποχής, με τις φωτογραφίες αρτηριοσκληρωτικών πολιτικών και τους βαρύγδουπους τίτλους για πράγματα που δεν καταλαβαίναμε και δεν θέλαμε και να καταλάβουμε;

Άρωμα από αγιόκλημα και γιασεμί νιώθω ότι οσφρίζομαι όταν πετυχαίνω στην τηλεόραση καμιά ταινία που είχε τύχει να δω με την παλιοπαρέα στο θερινό σινεμά της παλιάς μας γειτονιάς, εκεί που όταν ο Πελέ έβαλε το ανάποδο ψαλίδι στην ταινία «Η μεγάλη απόδραση των 11», σηκώθηκαν όλοι οι ...σινεφίλ στο πόδι, για να πανηγυρίσουν!

Και κεφτέδες μυρίζω!

Κεφτέδες που όταν τύχει να τους βρω και να τους παραγγείλω σε κάποια ταβέρνα, τους απολαμβάνω ακόμα κι αν είναι πλαστικοί.

Όχι γιατί έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στο προκάτ φαγητό, αλλά επειδή η σκέψη πως θα φάω κεφτέδες μου φέρνει στη μύτη τη μυρουδιά εκείνων των παλιών, γνήσιων κεφτέδων, που έλουζαν ...ζιβανσί όλη τη γειτονιά.

Κι εμείς, σκέτα ραντάρ, σαν τα γατιά που εντοπίζουν το ψάρι, τρέχαμε στις ανοιχτές πόρτες των σπιτιών όπου σχεδόν όλες οι γειτόνισσες μας περίμεναν με το πιρούνι στο χέρι για να μας φιλέψουν ένα κεφτεδάκι.

Σχεδόν όλες, γιατί η Δωροθέα η Ζαβή διπλοκλείδωνε την πόρτα για να γλιτώσει από τις επιδρομές του Φώτη, που μπούκαρε στο σπίτι, γέμιζες τις τσέπες με κεφτέδες και πήδαγε από το παράθυρο, πριν η Ζαβή προλάβει να φέρει βόλτα στην κουζίνα με το «πι» που κουβαλούσε και ...την κουβαλούσε.

Κλόουν, λοιπόν.

Με έντονη μυρουδιά από τυρογαριδάκια, από μια εποχή αθωότητας, που κάποια παιδιά έτρωγαν τα πλαστικά παιχνίδια και πνίγονταν, που άλλα παιδιά έτρωγαν γνήσιους κεφτέδες και χαίρονταν και που κάποια άλλα παιδιά αρνούνταν πεισματικά να μεγαλώσουν.

Για όλα εκείνα τα παιδιά και για όλα τα υπόλοιπα που μεγάλωσαν με το ζόρι, αλλά θυμούνται ακόμα με τις μύτες τους, θα είμαι στο εξής εδώ: στον Κλόουν.

Και ...καλό μας ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου!

Μέχρι να ξεχάσω τον Μπόζο και τις μυρουδιές των αναμνήσεων, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές των ρετρό ιστοριών μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή Παμπλικέισονς (mvpublications.gr). Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ...ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.