«Βγάλε τα παγωτά και βάλε μπίρες»!

«Βγάλε τα παγωτά και βάλε μπίρες»!

Η ρετρό ιστορία αυτής της Τρίτης είναι εξαιρετικά αφιερωμένη στην απόλυτη μεκροκανάτα όλων των εποχών, τον Μαστρομανέλο της παλιοπαρέας των έιτις. Όσοι την έχετε ξαναδιαβάσει, αξίζει να τη θυμηθείτε, ενώ οι υπόλοιποι ελπίζω να την απολαύσετε...

Ο Μαστρομανέλος όταν πήγαινε στο καφενείο για να πιει ...ξέχναγε. Ξέχναγε πολλά...
α) Να σταματήσει να πίνει
β) Να πληρώσει
γ) Να γυρίσει σπίτι του
δ) Πού είναι το σπίτι του
ε) Ποιος είναι

Όλα αυτά τα ξεχασμένα κι άλλα τόσα, κατέληγαν παραδοσιακά σε καβγάδες. Για του λόγου το αληθές και ανά περίπτωση (όπου α, πρώτη ιστορία, όπου β, δεύτερη κ.ο.κ.):

α) Ήταν καλοκαίρι κι έπινε μπίρες. Μια φορά, μόλις μπήκε στον καφενέ του Μπάφα, ρώτησε τον Δεμπασκαλά που έβγαζε εκεί μεροκάματο ως γκαρσόνι: «Μπίρες έχεις;». Ο Δεμπασκαλάς απάντησε σε μια σπάνια έκρηξη λογοδιάρροιας, η οποία περιελάμβανε περισσότερες λέξεις από τις τρεις που τον είχαν καθιερώσει (φυσικά περιελάμβανε και αυτές τις τρεις): «Δεν πας καλά. Μπίρες δεν έχω; Άμα είναι, να το κλείσουμε». Ο Μαστρομανέλος επέμεινε: «Κάιζερ έχεις;».

Είχε...

Κάθισε κι άρχισε να πίνει. Μετά τη 10η ή την 11η (θα σας γελάσω και θα σας γέλαγε κι εκείνος), παράγγειλε την 11η ή τη 12η (βλέπε προηγούμενη παρένθεση) και τότε ο Δεμπασκαλάς, αντί να φέρει την παραγγελία, έφερε θύελλα με νέα έκρηξη λογοδιάρροιας: «Δεν έχω άλλη Κάιζερ. Να σου φέρω μια Άμστελ;».

«Ρε, δεν σε ρώτησα αν έχεις μπίρες και μου είπες ότι έχεις; Τώρα γιατί λες ότι δεν έχεις; Παγωτά έχεις;», ρώτησε ο Μαστρομανέλος. «Έχω, αλλά δεν πας καλά. Μετά τις μπίρες θα φας παγωτό;», αναρωτήθηκε ο Δεμπασκαλάς που σε αυτή τη ρετρό ιστορία θα μιλήσει περισσότερο από ποτέ.

«Βγάλε τα παγωτά από το ψυγείο και βάλε μέσα Κάιζερ. Τ΄ ακούς; Σε μισή ώρα να είναι παγωμένες. Μέχρι τότε θα φέρνεις Άμστελ...», παράγγειλε ο Μαστρομανέλος.

Έφυγε όταν ήπιε την πρώτη παγωμένη Κάιζερ από το ψυγείο των παγωτών...

β) «Έι, Μαστρομανέλο, πού πας; Δεν θα πληρώσεις;», ρώτησε ο ...πολυλογάς Δεμπασκαλάς βλέποντας τον Μαστρομανέλο να φεύγει παραπατώντας χωρίς να πληρώσει. «Τώρα, ρε, δεν σε πλέρωσα;».

«Δεν πας καλά».

Μετά παραπατούσε ο Δεμπασκαλάς. Και δεν πήγαινε καλά. Ο Μαστρομανέλος του ζύγισε μια γερή ανάμεσα στα σκέλια. «Που θα μου πει εμένα το κωλόπαιδο πως δεν πλέρωσα για να με ξεφτιλίσει. Ο Μαστρομανέλος δεν ξεχνάει ποτέ ρε...»!

Ξέχναγε...

γ) Μια φορά έπινε για ώρες. Πήγε στον καφενέ μεσημέρι κι είχε νυχτώσει, παίζοντας χαρτιά και πίνοντας κρασιά. Η γυναίκα του, η Πολυξένη, πήρε τηλέφωνο να τον ψάξει. Το σήκωσε ο ευφράδης Δεμπασκαλάς: «Μαστρομανέλο, η κυρα-Πολυξένη είναι. Λέει να πας σπίτι».

«Θα πάω όταν τελειώσω» (προφανώς όταν τελειώσει το κρασί του καφενέ). «Λέει πως θα έρθει όταν τελειώσει», είπε ο Δεμπασκαλάς στην Πολυξένη στο τηλέφωνο και αμέσως ξαναγύρισε προς τον Μαστρομανέλο: «Λέει να πας τώρα».

«Θα πάω όταν τελειώσω. Είπα»! (το «είπα» ήταν χαρακτηριστική έκφραση του Μαστρομανέλου και υποδήλωνε συνοπτικά πως «θα γίνει αυτό που λέω εγώ και η κουβέντα τέλειωσε»).

«Λέει πως θα έρθει όταν τελειώσει», είπε ο Δεμπασκαλάς στο τηλέφωνο και το έκλεισε. Ο Μαστρομανέλος γύρισε προς το μέρος του και τον ρώτησε: «Είπες "είπα";». Ο Δεμπασκαλάς ανασήκωσε τους ώμους: «Είπα πως θα πας όταν τελειώσεις».

«Ρε, είπες "είπα";», επέμεινε ο Μαστρομανέλος. «Όχι», απάντησε ο Δεμπασκαλάς. «Πάρε τώρα τηλέφωνο και πες της "είπα"». Ο Δεμπασκαλάς, μπροστά στο ενδεχόμενο να πει «δεν πας καλά» και να ξανανιώσει τη γαλότσα του Μαστρομανέλου στα αχαμνά, σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε στο καντράν τον αριθμό και πήρε την Πολυξένη...

«Είπε "είπα"»!

δ και ε) Ο Μαστρομανέλος είχε γίνει αεροπλάνο της πίστας. Τον έβλεπαν οι σκνίπες και παρίσταναν τις μέλισσες για να μην τις κακοχαρακτηρίσουν. Είχε πιει μια λίμνη κρασί. Δεν πλήρωσε (ο Δεμπασκαλάς δεν του είπε τίποτα και σιγά να μην του έλεγε), σηκώθηκε τρεκλίζοντας και πήρε τον ανήφορο κατά το σπίτι του. Έμενε πάνω από το συνεργείο. Είχε φτιάξει εκεί δυο διαμερίσματα, στο ένα έμενε αυτός και το άλλο το νοίκιαζε. Δεν είχε κλειδιά πάνω του (ή δεν τα έβρισκε…) και ...προσπάθησε να χτυπήσει το κουδούνι για να του ανοίξει η Πολυξένη. Το ένα κουδούνι έγραφε «Μπάλας» και το άλλο «Τζέτζας». Πάτησε το «Τζέτζας».

Ο Μαστρομανέλος λεγόταν Μπάλας...

Ο Τζέτζας βγήκε στραβοξυπνημένος στις δύο πριν το χάραμα στο μπαλκόνι, να δει ποιος χτυπάει τέτοια ώρα. Είδε τον σπιτονοικοκύρη του, αλλά εκείνος δεν τον ήβλεπε καλά από το πιόμα. «Τι βαράς τέτοια ώρα;», ρώτησε ο Τζέτζας κι ο Μαστρομανέλος έγινε άγριο θηρίο. «Ποιος είσαι εσύ, ρε, που θα μου πεις εμένα τι ώρα θα γυρίσω; Και τι γυρεύεις σπίτι μου;».

Ποιος ξέρει τι άρχισε να βάζει με το νου του για τον άγνωστο που ήταν στο ...σπίτι του και την κυρα-Πολυξένη. Άρπαξε ένα λοστάρι που ήταν έξω από το συνεργείο, έδωσε μια στην εξώπορτα, την άνοιξε, ανέβηκε πάνω, γκρέμισε και την τζαμόπορτα του Τζέτζα, μπήκε μέσα και...

Και κάπου εκεί είδε τον σαστισμένο Τζέτζα στο σαλόνι του, να κοιτάζει με απορημένο ύφος την καταστροφική πορεία του Μαστρομανέλου. Αυτός, όμως, μόλις μπήκε στο σπίτι του Τζέτζα, άρχισε να συνειδητοποιεί πως αυτό δεν ήταν το σπίτι του και πως τζάμπα έκανε τόση φασαρία. «Την πόρτα θα στη φτιάξω αύριο. Αλλά να ξέρεις: κι αυτό το σπίτι, δικό μου είναι. Είπα»!

Μέχρι να ξεχάσει ο Τζέτζας εκείνη τη βραδιά και όλοι μας τον Μαστρομανέλο, εγώ, ο Μίλτος, νά ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.