
Με αφορμή τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, μια επιπλέον ρετρό ιστορία αυτή την εβδομάδα. Ποιος σκόραρε με το κουτσό του πόδι;
Ήμουν πιτσιρίκος όταν η Νότιγχαμ Φόρεστ των Γκάρι Μπερτλς, Τζον Ρόμπερτσον και κάμποσων άλλων, υπό την καθοδήγηση του χαρισματικού-ιδιόρρυθμου-αιρετικού Μπράιαν Κλαφ, σήκωσε δύο διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών (ο πρόγονος του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ), το 1979 και το 1980. Από τους «κάμποσους άλλους», αξίζει να ξεχωρίσω τον εμβληματικό γκολκίπερ Πίτερ Σίλτον, ο οποίος έπαιζε μπάλα μέχρι τα 48 του (και στην Εθνική Αγγλίας μέχρι τα 41, με ολέθρια αποτελέσματα στο Μουντιάλ του 1990!), τον δεξιό μπακ Βιβ Άντερσον, ο οποίος ήταν ο πρώτος μαύρος που αγωνίστηκε στην Εθνική Αγγλίας, τον αρχηγό Τζον ΜακΓκόβερν, τον νυν προπονητή Μάρτιν Ο΄Νιλ και τον σέντερ μπακ Λάρι Λόιντ που είχε προλάβει να κάνει σημαντική καριέρα και στη Λίβερπουλ του Μπιλ Σάνκλι.
Πού κολλάω τώρα εγώ και οι ρετρό ιστορίες μου; Στον τελικό του 1980. Εκείνον του 1979, στον οποίο η Νότιγχαμ Φόρεστ νίκησε 1-0 τη σουηδική Μάλμε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου με γκολ του σπουδαίου Τρέβορ Φράνσις (δεν έπαιξε στον τελικό του 1980 λόγω τραυματισμού), δεν τον είχα δει. Ή, απλώς, δεν τον θυμάμαι. Εκείνον του 1980, όμως, τον θυμάμαι καλά. Ήταν ο πρώτος τελικός που θυμάμαι! Είχα φυσικά τους λόγους μου...
Φιλοξενούσαμε τότε στο σπίτι τον μακαρίτη τον μπάρμπα μου, τον Γιώργο. Εκείνος είχε βαλθεί από τότε να με κάνει ...άντρα, ξεκινώντας από τα βασικά: «Απόψε θα δούμε μπάλα. Έχει τελικό. Νότιγχαμ - Αμβούργο». Το Αμβούργο το ήξερα. Είχε πάρει από τη Λίβερπουλ τον αγαπημένο μου ποδοσφαιριστή, τον Κέβιν Κίγκαν. Κι επειδή τότε ήμουν πιο πολύ Κίγκαν παρά Λίβερπουλ για να τον μισήσω, έγινα και λίγο Αμβούργο. «Θα νικήσει το Αμβούργο, γιατί έχει τον Κίγκαν», είπα. «Αυτό θα το δούμε», είπε ο μπάρμπας μου, όχι γιατί δεν του άρεσε να προτρέχει, αλλά γιατί αυτός ήταν ο πρώτος οπαδός της Νότιγχαμ Φόρεστ που γνώρισα ποτέ (από τότε έχω γνωρίσει άλλον έναν, τον συνάδελφο Θάνο). «Θα κερδίσει η Νότιγχαμ γιατί είναι Πρωταθλήτρια Ευρώπης και έχει τον Μπράιαν Κλαφ», μου είπε. «Τι θέση παίζει;», τον ρώτησα. «Προπονητής», μου απάντησε. «Ο Κίγκαν είναι καλύτερος», επέμεινα. Δεν ήταν...
Στον τελικό του «Μπερναμπέου», η Νότιγχαμ νίκησε 1-0 και η τακτική του Κλαφ εξαφάνισε τον Κίγκαν. Θεατής χωρίς εισιτήριο ήταν και το βεβαιώνει η βασική φωτογραφία του θέματος, στην οποία ο Κίγκαν παρακολουθεί από απόσταση τονΡόμπερτσον να σουτάρει για το γκολ της νίκης.
Τζον Ρόμπερτσον! Ή, Τζόνι Ρόμπερτσον, όπως τον γνωρίσαμε τότε στην Ελλάδα. Ο ορισμός του αριστερού εξτρέμ εκείνης της εποχής ήταν ο Σκοτσέζος. Απίθανο αριστερό πόδι. Ο μπάρμπας μου, που ήταν καλά μπασμένος περί των ποδοσφαιρικών και αμόλαγε διαρκώς «ατάκες γηπέδου», προσπαθώντας να μου εξηγήσει τι εστί Ρόμπερτσον, αφού πρώτα τον παρουσίασε σχεδόν ως Πελέ, διευκρίνισε και πως «από το δεξί ποδάρι είναι ...κουτσός. Ούτε στο λεωφορείο δεν μπορεί να ανέβει»! Στην αρχή προσπάθησα να φανταστώ τον Ρόμπερτσον να προσπαθεί και να μην μπορεί να ανέβει στα κόκκινα, διώροφα λεωφορεία της Αγγλίας. Τι σχέση, όμως, είχαν οι μετακινήσεις του με το ποδόσφαιρο; «Εννοώ πως όσο καλά την κλοτσάει με το αριστερό, άλλα τόσο κακός είναι όταν προσπαθεί να παίξει με το δεξί». Συμπέρασμα: ο Τζόνι Ρόμπερτσον ήταν μονοπόδαρος. Δεν είχε δεξί, ρε αδερφέ...
Στο 21ο λεπτό του τελικού, η μπάλα έφτασε στον Ρόμπερτσον στο ύψος της περιοχής, εκείνος κοντρόλαρε, σούταρε και την έστειλε στη γωνία. Ο μπάρμπας μου πανηγύριζε. Εγώ μούτρωσα. «Είσαι άσχετος», του είπα. «Άμα φας καμιά ανάποδη, θα σου πω εγώ», πετάχτηκε η μάνα μου, που ως τότε καθόταν παραδίπλα αμίλητη και έπλεκε με το βελονάκι. «Γιατί, ρε χαμένο, είμαι άσχετος; Επειδή σας το καρφώσαμε το γκολάκι; Εσύ δεν έλεγες πως θα κερδίσει το Αμβούργο;». Τότε του έδειξα το ριπλέι: «Κοίτα. Αυτός είναι ο κουτσός; Με το δεξί δεν το έβαλε το γκολ;». Με το δεξί το είχε βάλει και το αποδεικνύει και το βίντεο...
Και ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον κανόνα. Ο Τζόνι Ρόμπερτσον ήταν κουτσός από το δεξί και είχε πάρει Κύπελλο Πρωταθλητριών σκοράροντας το μοναδικό γκολ του τελικού με το κουτσό του πόδι! Στα υπόλοιπα 70 λεπτά δεν άλλαξε τίποτα. Το Αμβούργο πίεσε με την είσοδο του δεινού κεφαλοσφαιριστή Χορστ Χρούμπες στο δεύτερο ημίχρονο, αλλά με τον Κίγκαν εξαφανισμένο και τον Σίλτον να κατεβάζει ρολά, η Νότιγχαμ κράτησε το 1-0 και σήκωσε την κούπα δεύτερη σερί χρονιά. «Μεγάλη ομάδα η Νότιγχαμ! Παραδέχεσαι;», με ρώτησε ο μπάρμπας μου. Παραδεχόμουν...
Αλλά Νότιγχαμ δεν έγινα. Την επόμενη χρονιά, άλλωστε, το σήκωσε η Λίβερπουλ. Αλλά αυτή είναι μια άλλη -ρετρό- ιστορία...
Μέχρι να τη γράψω και αυτή, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ: Για το μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου και για ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.