
Από τα «Κουφώματα» του Ζουγανέλη σε μια παρτίδα τάβλι κι από εκεί σε ένα …επικό άσμα, μόνο ο Μίλτος ο Νταλικέρης μπορεί να σας πάει, στις ρετρό ιστορίες της Τρίτης!
Μπορεί να ήταν τέτοια εποχή, αλλά έβρεχε. Πάντως, ήταν η μοναδική φορά που είχε βρέξει εκείνη τη χρονιά στον μαχαλά. Ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο και σταμάτησε τον Ιούνιο. Καθόμασταν στον καφενέ του Μπάφα και παίζαμε το παιχνίδι της βροχής. Τάβλι. Ίδια με τη βροχή αυτή η παρτίδα που είχαμε ξεκινήσει με τον Παππού. Ξεκίνησε στην εφηβεία μας και ...δεν τελείωσε. Απλώς, έχει διακοπεί εδώ και μερικά χρόνια, γιατί αλλάξανε οι εποχές, οι υποχρεώσεις, τα «θέλω» και τα «πρέπει». Εμείς δεν αλλάξαμε. Μέσα μας, γιατί απέξω...
Εκείνη τη μέρα το σκορ πρέπει να ήταν 757-735 υπέρ του Παππού. Ή ...1757-1735. Ή κάτι τέτοιο. Ο Παππούς κέρδιζε και σίγουρα προηγείται ακόμα. Πήρε προβάδισμα όταν μου έμαθε τάβλι και το διατήρησε, παρά τα μεταπτυχιακά μου στο στρατό. Κάποια στιγμή τον προκάλεσα να συνεχίσουμε. «Είναι κυριλέ η καφετέρια», μου απάντησε. Φοβάται η κότα! Εκτός κι αν φταίει το κόλλημά του με τον καφενέ του Μπάφα και τη μηχανή που άλεθε φρέσκο καφέ. «Ξύπνησα μια μέρα κι είχα τη μυρουδιά στα ρουθούνια», λέει και τον πιστεύω, γιατί πολλές φορές την έχω κι εγώ. Ξεφεύγω όμως...
Παίζαμε τάβλι με τον Παππού, ο Δεμπασκαλάς μας είχε κεράσει δυο διπλά ελληνικά καφεδάκια και στην πόρτα εμφανίστηκε ο Φώτης. «Πάλι τάβλι παίζετε, ρε κοπρόσκυλα; Σηκωθείτε να παίξω εγώ», είπε και σηκωθήκαμε (και οι δύο) για να παίξει μόνος του και να γίνει κι αυτός κοπρόσκυλο. Ήταν από τα γνωστά μας -ανόητα ή απλώς ...ιδιοφυή- αστεία. Μιλάγαμε με τα μάτια με τον Παππού. Εκείνος με τα χαμηλά του («απλώς έχω χαμηλά μάτια», έλεγε όταν ο Φώτης τον χαρακτήριζε «καράφλα») κι εγώ με τα ψηλά μου (δεν έλεγα τίποτα σχετικό παρότι ακόμα και τώρα έχω -άσπρες- φύτρες μέχρι τα φρύδια). Εννοείται πως ο Φώτης απογοητεύτηκε, δεν έκατσε να παίξει μόνος του και φυσικά εμείς συνεχίσαμε το παιχνίδι μας: 757-736 με τους άσους που έφερα, «σ΄ έχουνε δοξάσει, οι γνωστοί σου άσοι», είπε απογοητευμένος ο Παππούς και τα ξαναστήσαμε.
Ο Φώτης, όμως, ήθελε να πάρει την εκδίκησή του που δεν τον παίζαμε. Και πώς να παίξουμε μαζί του, άλλωστε; Αν, ας πούμε, είχε φέρει εκείνος τους άσους, αντί ο Παππούς να λέει ευφυολογήματα, θα ζητάγαμε από τον Δεμπασκαλά να μας φέρει το κομπιουτεράκι που έκανε τους λογαριασμούς, μπας και βγάλουμε άκρη. Ο Φώτης, στην καλύτερη περίπτωση, θα μέτραγε «έναν, δύο και τρεις, τέσσερις» (προσέξτε το προσθετικό «και». Δεν μετρούσε «έναν, δύο, τρεις, τέσσερις», παίζοντας τέσσερις άσους, αλλά «έναν, δύο και τρεις» ίσον πέντε, οι οποίοι με την υπνωτιστική αριθμητική του Φώτη ήταν «τέσσερις»)! Φυσικά, έφερνε όλο εφτάρες, ειδικά από τη στιγμή που καταφέραμε να τού κόψουμε τη συνήθεια «θα παίξω τις τρεις πεντάρες τώρα και την άλλη μετά» ή την άλλη, που έλεγε «θα παίξω το δύο από το ασόδυο τώρα και τον άσο δεν τον παίζω καθόλου - με άσους θα ασχολούμαστε;»! Δεν ασχολούμασταν...
Μετά, όμως, ασχολούμασταν με τα ...δάχτυλά μας. Βγάζαμε και τα πέδιλα (έλα που κάνετε πως δεν ξέρετε τα πέδιλα και τα βατραχοπέδιλα) για να μετρήσουμε πόσα νταμάκια πήδαγε ο Φώτης παίζοντας τέσσερις (ή μήπως πέντε;) πεντάρες! Αν είχε κι άλλο τάβλι στο δίπλα τραπέζι, θα μάζευε και τα πούλια του διπλανού με κάτι τέτοιες ζαριές.
Καθίσαμε, λοιπόν, εγώ με τον Παππού να παίξουμε τη ...ρεβάνς (τρέχα γύρευε ποιου αγώνα), αλλά ο Φώτης είχε ήδη την εκδίκηση στην τσέπη του. «Κέρνα, ρε χαμένε, έναν καφέ. Φραπέ γλυκό με γάλα», είπε στον Δεμπασκαλά και πρόσθεσε: «Και φέρε και το καβουρδιστήρι σου». Όπου καβουρδιστήρι, ένα ...καβουρδιστήρι μίνι ραδιοκασετοφωνάκι Ρόουντσταρ, που πιο συχνά το παίρναμε έξω στην αυλή του καφενέ για να ακούμε αγώνες τις Κυριακές και κασέτες διαφόρων ειδών τα βράδια, μακριά από τον Μαστρομανέλο και τον Πέτρο της Κουφής.
Όταν ο Δεμπασκαλάς του έφερε έναν ...πικρό ελληνικό για να σπάσει πλάκα, ο Φώτης δεν ασχολήθηκε με τον καφέ. Ασχολήθηκε, δηλαδή, αφού τον ήπιε, αλλά δεν σχολίασε καθόλου την ...αστοχία του καφετζή στην παραγγελία. Είχε άλλα στο νου του. Την κασέτα που έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του τζιν μπουφάν του. «Κάνεις μαγκιές, Παππού, με τον άλλο καλό από εκεί;», είπε κι έδειξε εμένα. Ο Παππούς φυσικά άρπαξε στον αέρα τον «άλλο καλό από εκεί» και έκτοτε εγώ είμαι «ο άλλος καλός», αστείο(;;;) που προερχόταν από τα επικά «Κουφώματα», εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης με τον Γιάννη Ζουγανέλη στα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Έψαξα να βρω τη συγκεκριμένη σκηνή, δεν τη βρήκα, ωστόσο πάρτε μια γεύση από «Κουφώματα»...
Ενόσω εμείς χαχανίζαμε με τον «άλλο καλό» του Παππού, ο Φώτης είχε τοποθετήσει την ...εκδίκησή του, σόρι, την κασέτα του, μέσα στο μίνι Ρόουντσταρ. Το σοκ ήταν μεγάλο από πολλές απόψεις. Πρώτα απ΄ όλα, η ...κρυστάλλινη φωνή της τραγουδίστριας δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης ποιότητας και χιλιομέτρου στην Εθνική οδό. Η μουσική ήταν προφανώς παιγμένη από τη Φιλαρμονική της Βιέννης σε διεύθυνση Νίκου Καρβέλα. Το τελευταίο, φυσικά, είναι η μισή αλήθεια. Ο Καρβέλας το έγραψε το τραγούδι, ωστόσο η Φιλαρμονική της Βιέννης δεν κατάφερε να πάρει τα δικαιώματα από την ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης».
Οι στίχοι ήταν το τελειωτικό χτύπημα στην αισθητική. Ο Φώτης νόμιζε πως θα ήταν και το τελειωτικό χτύπημα στον Παππού. Ωστόσο ο τελευταίος, επειδή τέτοιος ήταν και τέτοιος είναι, γέλαγε πιο πολύ από τον Φώτη ακούγοντας τη Χαρούλα Ντάνου να τραγουδά «γλυκέ μου φαλάκρα για σένανε φτάνω στα άκρα»!
Εννοείται πως το κέφι του έφτιαξε τόσο πολύ, ώστε ο «γλυκός φαλάκρας» να κερδίσει τις επόμενες παρτίδες από τον «άλλο καλό», αυξάνοντας κι άλλο τη διαφορά. Κάπου στο 2382-2341 πρέπει να το ...διακόψαμε, λόγω επεισοδίων. Των επεισοδίων μισής -και βάλε- ζωής!
Μέχρι να τελειώσουμε εκείνη την ατέλειωτη παρτίδα, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.