
Με αφορμή το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται παλιά καλοκαίρια, σε μια ρετρό ιστορία από τις πλέον αγαπημένες του.
Τα παλιά χρόνια, τη μέρα του Αγίου Πνεύματος την περιμέναμε. Όχι κατ΄ ανάγκην με αγωνία, ούτε με θρησκευτική ευλάβεια επειδή ήμασταν -καλά και σώνει- χριστιανόπουλα. Ωστόσο, την περιμέναμε...
Σημειολογικά κυρίως. «Καλό καλοκαίρι» ήταν το μήνυμά της και με τα -αγνά εν πολλοίς- εφηβικά μυαλά μας, συνήθως τουρτουρίζοντας μετά το πρώτο μπάνιο της χρονιάς, σχεδιάζαμε το τρίμηνο που θα ακολουθούσε...
Θα διαβάζαμε περισσότερο Μπλεκ, Αγόρι, Μπαλαδόρο και Σωφεράκι (ω, ποία αγνότης!)...
Θα βλέπαμε καμιά σεξοκωμωδία με τον Μπόμπο στα θερινά τα σινεμά...
Θα ξαναφτιάχναμε τον Κεραυνό για να ξαναπαίξουμε μπάλα στο πλακόστρωτο της εκκλησίας...
Θα ευχόμασταν να μετακομίσει στη γειτονιά καμιά οικογένεια με αγόρια της ηλικίας μας, που να έχουν μυρουδιά από μπάλα, ώστε να βγάλουμε τον Βαγγέλη τον Πατούσα από τη βασική επτάδα (δεν χωράγαμε να παίξουμε εντεκάδες μπροστά στην εκκλησία, γιατί το δεξί μπακ θα το πέρναγαν για καντηλανάφτη).
Ο Πατούσας είχε πλατυποδία και ήταν λίγο πιο γρήγορος από τη Δωροθέα τη Ζαβή, που ανέβαινε τα σκαλοπάτια της εκκλησίας με το «πι» και μέχρι να φτάσει να προσκυνήσει, είχε ήδη συναντήσει τους αγγέλους της και τον διάβολο, τον οποίο θυμότανε σε κάθε σκαλοπάτι σε συνδυασμό με το όνομα του δήμαρχου, του Γιωργομάκου («τι τα ήθελε τα σκαλοπάτια στην εκκλησία ο αναθεματισμένος, που ο Θεός να τού κόβει μέρες και να μού δίνει χρόνια» • ο Θεός τελικά έκοψε χρόνια από τη Δωροθέα τη Ζαβή κι έδωσε κάμποσες τετραετίες στον Γιωργομάκο)...
Θα κάναμε μπάνια...
Θα κάναμε κι άλλα μπάνια...
Θα κάναμε μπάνια πρωί - απόγεμα και θα παίζαμε μπάλα και στην αμμουδιά, μπάλα και μέσα στο νερό και θα σπάγαμε τα νεύρα της Δωροθέας της Ζαβής που μέχρι και στο ποτάμι με το «πι» και με τον διάβολο στο στόμα έμπαινε. Μόνο που τότε δεν έβριζε τον Γιωργομάκο, αλλά εμάς που τής βρέχαμε το μιζανπλί με «τη διαβολεμένη παλιόμπαλα, που άμα την πιάσω, να μα την Παναγία, θα τη σκίσω».
Ευτυχώς, δεν την έπιασε ποτέ, γιατί έπιανε το «πι» με τα δυο τα χέρια...
Θα βγαίναμε και βόλτα το βράδυ. Τις καθημερινές μέχρι τις 10 και μισή, τα Σάββατα ως τις 11 και μισή και άμα ήμασταν καλά παιδιά και δεν έκανε παράπονα η Δωροθέα η Ζαβή στις μανάδες μας για τη «γαϊδουρινή» συμπεριφορά μας, μπορεί να βγαίναμε και ως τις 12!
Θα ανάβαμε και φωτιές στην αμμουδιά. Και το άλλο πρωί η Δωροθέα η Ζαβή, που είχε σπίτι μπροστά στην «παραλία», θα διαμαρτυρόταν στις μανάδες μας που «δεν αφήνουνε τον τόπο να ησυχάσει με τους γαϊδουρογκαρίδες τους • χτες το βράδυ μέχρι τη μία λυσσάγανε», όπως έλεγε. Αλλά εκείνα τα «χτες» ήταν καθημερινές, οπότε είχαμε μαζευτεί σπίτι από τις 10 και μισή και οι μανάδες μας δεν την πιστεύανε, ωστόσο πάλι δεν μάς έδιναν το ημίωρο αβάντσο του Σαββάτου, επειδή «η Δωροθέα η Ζαβή έκανε παράπονα»...
Θα πίναμε και κανένα φρουίτ παντς με αλκοόλ ή καμιά μπίρα από το βαρέλι της «Ντίσκο 2000», που ήταν πολύ μπροστά τότε επειδή λεγόταν «2000» και είναι 15 χρόνια πίσω τώρα, άσε που έχει γίνει τζαμάδικο...
Θα ακούγαμε εκεί και το παραδοσιακό τσάμικο «Κουτσουμπίλα», του Μπάμπη του Μάρλεη.
Θα τα φτιάχναμε επιτέλους και με τη Νατάσα. Όλοι μαζί, γιατί όλοι τη Νατάσα με τις ροζ (πριονο)κορδέλες στα μαλλιά θέλαμε, αλλά εκείνη τα είχε με έναν «εξωσχολικό» νταγλαρά, τον Χάρη, που δεν είχε καμία χάρη (και δεν μάς έκανε και τη χάρη να την παρατήσει), αλλά ήταν μεγαλύτερος και η Νατάσα δεν είχε μάτια γι΄ άλλον (μηχανή παραγωγής χυλόπιτας ήταν η Νατάσα και «γεια στα χέρια της» και τις πριονοκορδέλες της, που μάς κόβανε τα υγρά όνειρα μισά). Οπότε εγώ κάθε καλοκαίρι για 4-5 καλοκαίρια τα ΄φτιαχνα με τη Στελλίτσα τα βράδια και το πρωί τα χαλάγαμε• ευτυχώς αυτό δεν το είχε πάρει χαμπάρι η Δωροθέα η Ζαβή, γιατί θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα με τον πατέρα της Στελλίτσας, τον Γρηγόρη τον Πλωτάρχη*, που τότε τον φοβόμουν πολύ, αλλά με τα χρόνια αποδείχθηκε λίγο πιο σκληρός από το βιτάμ σοφτ και ψυχούλα όσο λίγες.
(* τον Πλωτάρχη τον φοβόμασταν επειδή φόραγε στολή, άσε που δεν ξέραμε τι σήμαινε Πλωτάρχης κι αυτό το «-άρχης» από μόνο του ήταν τρομακτικό...).
Όλα αυτά θα κάναμε κι άμα ήταν και ζυγή η χρονιά, θα βλέπαμε και Μουντιάλ ή Κύπελλο Εθνών (έτσι λέγανε τότε τα Γιούρα).
Και δεν θα αγχωνόμασταν ούτε με τον πρόεδρα της ομάδας μας ούτε με το πόσα λεφτά θα βάλει ή δεν θα βάλει για μεταγραφές. Ούτε καν ποιος ήταν δεν μάς ένοιαζε. Και δεν μάς ένοιαζε το ποδόσφαιρο που θα παίζανε οι ομάδες μας όταν θα άρχιζαν τα σχολεία, γιατί δεν θέλαμε να αρχίσουν τα σχολεία και δεν το σκεφτόμασταν.
Εμάς μάς ένοιαζε το ποδόσφαιρο που θα παίζαμε εμείς, στο πλακόστρωτο της εκκλησίας, εφτά με εφτά και με τον Πατούσα να μοιράζει ασίστ στους αντίπαλους επιθετικούς. Ο Πατούσας δεν έκοβε με τίποτα, δεν κυνηγούσε με τίποτα, δεν έτρεχε με τίποτα και ήταν ο χειρότερος αμυντικός που είχαμε ποτέ, αλλά ήταν φίλος μας και πάντα έπαιζε βασικός, ακόμα κι όταν τελικά μετακόμιζαν στη γειτονιά οικογένειες με αγόρια στην ηλικία μας. Ακόμα κι αν ξέρανε καλύτερη μπάλα από αυτόν, ακόμα κι αν έτρεχαν περισσότερο. Για να μην τα πολυλογώ, ίσως κι επειδή ήταν ο χειρότερος παίκτης, τον είχαμε κάνει αρχηγό, για να παίρνει τα πάνω του...
Αυτός, πάλι, το πήρε πολύ πάνω του μερικά χρόνια αργότερα, όταν αγόρασε μια μοτοσικλέτα. Κι έβγαλε το άχτι του. Έτρεχε με δαύτην για να βγάλει τα σπασμένα μιας αργής εφηβείας. Κι έτσι, με μεγάλη ταχύτητα, έφυγε από κοντά μας ανάμεσα στα σπασμένα τα δικά του και τα σπασμένα της μοτοσικλέτας του.
Από τότε και μετά, δεν τα σχεδιάζαμε πια τα καλοκαίρια μας την ημέρα του Αγίου (οινο)Πνεύματος. Τα αφήναμε να ΄ρθουν και να πάνε μοναχά τους. Όχι μόνο γιατί δεν γινόταν να σχεδιάσουμε την ...αγωνιστική περίοδο χωρίς τον αρχηγό μας. Μεγαλώναμε. Μεγάλωνε κι ο κόσμος γύρω μας. Η Δωροθέα η Ζαβή, αντί για καθημερινός βραχνάς, είχε γίνει γλυκιά ανάμνηση μιας εποχής αθωότητας, στην οποία κανείς μας δεν φανταζόταν πως τον Κεραυνό θα τον χτυπούσε η ζωή σαν αστροπελέκι και θα μάς έστελνε τον έναν εδώ, τον άλλον εκεί, τον παράλλο σέντερ μπακ και αρχηγό στη ρίζα όλων των κεραυνών αυτού του κόσμου.
Όλα αυτά και άλλα πολλά τα θυμάμαι όταν έρχεται το τριήμερο του Αγίου (οινο)Πνεύματος, όταν σκέφτομαι προς στιγμήν να σχεδιάσω το καλοκαίρι που έρχεται, πριν αφήσω τα σχέδια κατά μέρους, σκύβοντας το κεφάλι για να κοιτάξω τις τέλειες καμάρες από τις δικές μου τις πατούσες...
Μέχρι να σταματήσω ανήμερα του Αγίου (οινο)Πνεύματος να μυρίζω καλοκαίρια που πέρασαν και καλοκαίρια που θα ΄ρθουν, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.