
Ενώ οι μαθητές έχουν τα άγχη τους αυτό το διάστημα με τις Πανελλήνιες εξετάσεις, ο Μίλτος ο Νταλικέρης θυμάται μια δική του, διαφορετική εμπειρία, στις ρετρό ιστορίες του.
Η πόρτα στο Γραφείο Αμύνης, το οποίο το απόγευμα μετέτρεπα σε χουχουλιαστό υπνοδωμάτιο με ένα προηγμένης τεχνολογίας πτυσσόμενο κρεβάτι και μια σόμπα κουκουνάρα, βρόντησε σαν κάποιος να βομβάρδιζε το στρατόπεδο. «Μίλτο, ξύπνα»! Ήταν ο τηλεφωνητής, ο «Δαχτυλάκιας», που τον φωνάζαμε έτσι επειδή όλα του τα δάχτυλα ήταν τόσο ελαστικά, που κατάφερνε να τα γυρίζει προς τα πάνω μέχρι να αγγίξουν το εξωτερικό του καρπού του. Ανατριχίλα. «Τι θες, ρε Δαχτυλάκια, τέτοια ώρα; Πόλεμο έχουμε;», διαμαρτυρήθηκα που με ξύπνησε στις ...9 το βράδυ, ενώ κοιμόμουν μόλις από τις 3 το μεσημέρι. «Ξύπνα, ρε. Έχεις εξωτερική γραμμή». Το μυαλό μου πήγε στο κακό. Ποτέ ως τότε δεν είχα εξωτερική γραμμή. Ίσως και γιατί το Γραφείο Αμύνης είχε δικό του τηλέφωνο κι έπαιρνα όποιον (και κυρίως όποια) ήθελα, όποτε ήθελα. Σηκώθηκα αγχωμένος και μόλις έφτασα μετά κόπων και βασάνων στο τηλεφωνικό κέντρο (η ακριβώς απέναντι πόρτα από το Αμύνης) και έβαλα στο αυτί το ακουστικό, βεβαιώθηκα πως ...καλώς ο νους μου είχε πάει στο κακό: ήταν ο Φώτης!
Εκείνη την περίοδο υπηρετούσαμε χώρια, αλλά μετά έπαιξα το ρόλο βύσματος και τον έφερα στη μονάδα μου, με μέσον τον προϊστάμενό μου, τον επικεφαλής του Γραφείου Αμύνης. «Ρε χαμένε, τάμα το έχεις να με ξυπνάς; Μια Ελλάδα μακριά είσαι κι ούτε έτσι δεν γλιτώνω;», ξεκίνησα με επίθεση, αλλά ο Φώτης, ο οποίος καλούσε από το Τυμπάκι της Κρήτης, δεν είχε ούτε όρεξη ούτε χρόνο για γκρίνιες. Είχε σχέδιο: «Για καλό σε παίρνω, ρε μπαγάσα. Σου ΄φεξε. Λοιπόν, άκου...». Και άκουσα...
«Είσαι για 10 μέρες άδεια, άγραφες σαν το χαρτί από το τετράδιό μου στα γαλλικά;». Ήμουν...
«Είσαι να πάμε 10 μέρες σπίτια μας, να φάμε και να πιούμε και να χορέψουμε;». Ήμουν... Αν εξαιρούσαμε το χορό...
«Αύριο πρωί πρωί, ζήτα φοιτητική άδεια. Δέκα μερούλες δίνουν. Θα πάμε να δώσουμε Πανελλήνιες εξετάσεις». Και πήγαμε...
Μοναδικός όρος που έβαζε η υπηρεσία, ήταν να δώσουμε και τα τέσσερα μαθήματα και να προσκομίσουμε σχετική βεβαίωση του εξεταστικού κέντρου! Απλά πράματα; Όχι και τόσο απλά. Το εξεταστικό κέντρο βρισκόταν στα Γιάννενα, οπότε έπρεπε να ξυπνάμε στις 5:30 το πρωί για να είμαστε στην ώρα μας. Πάλι καλά που είχα μαζί μου τον Φώτη, τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να λύσει ναυτικό κόμπο δίχως να τον αγγίξει με τα χέρια (με απλές λύσεις, τύπου αλυσοπρίονο, χειροβομβίδα κτλ). «Σιγά μην ξυπνάμε από τις 5:30», μου είπε και απόρησα. «Και πώς θα προλαβαίνουμε, ρε Φώτη;», τον ρώτησα και έπρεπε να περιμένω την απάντηση. «Απλά, δεν θα ξυπνάμε στις 5:30. Θα πηγαίνουμε κατευθείαν»! Και πηγαίναμε...
Το θετικό με τον Φώτη είναι ότι είχε άκρες παντού. Επειδή μέχρι την τελευταία μέρα πριν παρουσιαστεί (έκανε πως) δούλευε σε κάποιο -κακόφημο- μπαρ κι επειδή παλιότερα (έκανε πως) δούλευε σε κάποια άλλα -επίσης κακόφημα- μπαρ, είχε φτιάξει σχέδιο δράσης. «Έχω δουλέψει σε οκτώ μπαρ κι έχουμε να δώσουμε τέσσερα μαθήματα. Δυο μπαρ το ξενύχτι. Ένα να θυμάσαι. Σ΄ αυτά τα μέρη τα προσέχουν τα φανταράκια». Και μας πρόσεξαν και με το παραπάνω...
Ήταν οι μέρες που ο Τζάμπας μεσουρανούσε! «Ό,τι πιουν τα φανταράκια, κερασμένο», έλεγαν στους μπάρμαν τα αφεντικά κι ο Φώτης φρόντιζε να κερνάει «κορίτσια» από τα κερασμένα, για να μας κάνουνε παρέα. Υπό αυτές τις συνθήκες, εννοούνται δύο πράγματα:
α) Ο Φώτης ...ερωτεύτηκε και ήθελε να αρραβωνιαστεί (ως εδώ καμία έκπληξη). Μια παντρεμένη! (Φώτης χωρίς έκπληξη, φαγητό χωρίς αλάτι).
β) Πηγαίναμε κουρούμπελα στο εξεταστικό κέντρο.
Την παντρεμένη τη λέγανε Ελένη ή Ούρσουλα ή ...Θεοκτίστη ή κάτι τέτοιο. Σιγά μη θυμόμουν το όνομά της στην κατάστασή μου. Και σιγά μην το θυμόταν κι ο Φώτης, εδώ που τα λέμε. Θυμάμαι, όμως, ότι τον άντρα της τον είχε φλομώσει στο κέρατο. Θυμάμαι επίσης πως ο άντρας της την είχε γνωρίσει σε ένα ...πάρτυ με ούζα. Στο οποίο τα έπιναν (τα ούζα ντε...) η Ελένη ή Ούρσουλα ή ...Θεοκτίστη (δεν θυμάμαι λέμε) με την αδερφή της(!) και δυο άλλους μαντραχαλάδες. Ο μέλλων άντρας της Ελένης-Ούρσουλας-Θεοκτίστης δεν συμμετείχε στην ουζοποσία. Μόνο ήβλεπε...
Και μετά την παντρεύτηκε και καλά να πάθει. Μέχρι που λίγο έλειψε να πάμε να του ζητήσουμε το χέρι της για λογαριασμό του Φώτη! «Λαμβάνω την τιμή να ζητήσω το χέρι της γυναίκας σου», θα του έλεγε ο Φώτης. «Μπορώ να βλέπω;», θα απάνταγε εκείνος! Αυτές τις συζητήσεις κάναμε στη διαδρομή προς το εξεταστικό κέντρο. Και μετά μπαίναμε και ...γράφαμε. Εγώ, δηλαδή, έγραφα, γιατί ο Φώτης έγερνε το κεφάλι πάνω στο θρανίο κι «έκοβε τούφες». Ο κανονισμός έλεγε πως έπρεπε να μένουμε τουλάχιστον μία ώρα στην αίθουσα από τη στιγμή που μοιράζονταν τα θέματα. Την πρώτη μέρα γράφαμε έκθεση. Έγραφα ...τρεις ώρες. Ο Φώτης κοιμόταν τρεις ώρες! Την μεθεπόμενη (γράφαμε κάθε δύο μέρες) είχαμε ιστορία. Έγραφα μία ώρα και κάτι. Ο Φώτης κοιμόταν μία ώρα και κάτι. Το τρίτο μάθημα ήταν αρχαία. Έγραφα σχεδόν δυο ώρες. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περί Φώτη. Στο τελευταίο μάθημα, τα λατινικά, ήμουν πολύ μεθυσμένος για να γράψω οτιδήποτε. Κοιμόμουν για 40 λεπτά. Ο Φώτης δεν ξέρω τι έκανε, αλλά φαντάζομαι. Αυτό που ξέρω είναι πως στα 40 λεπτά ένιωσα στην πλάτη μου το χέρι του επιτηρητή. «Μπορείς να φύγεις», μου είπε. «Ροχαλίζεις»! Σκούντησα και τον Φώτη και βγήκαμε μαζί. Εκείνος δεν ροχάλιζε. Πήγαμε στον διευθυντή του εξεταστικού, πήραμε τις βεβαιώσεις μας και κάναμε να φύγουμε.
Στην έξοδο του σχολείου ήταν μαζεμένες αγχωμένες μανάδες, που περίμεναν τα παιδιά τους με χυμούς και σαντουϊτσάκια στα χέρια, τα οποία έτρεμαν από αγωνία. «Τι έπεσε;», μας την ...έπεσαν, καθώς ήμασταν οι πρώτοι που βγήκαμε. Σάμπως θυμόμουν τι έπεσε; «Ρεγκίνα ρόζας άματ», είπε ο Φώτης κι έμεινα με ανοικτό το στόμα. Ο Φώτης δεν ήταν τριτοδεσμίτης. Απλώς, όταν συνεννοήθηκε -από το Τυμπάκι- με τον Δεμπασκαλά να καταθέσει τα μηχανογραφικά μας στο Λύκειο, δήλωσε την ίδια δέσμη με μένα «για να γράφουμε παρέα». Σιγά μην έγραφε!
Μόλις τον άκουσαν οι γονείς να απαντά, τον περικύκλωσαν κι άρχισαν τις ερωτήσεις: «Ήταν εύκολα τα θέματα;». Είχαν ρωτήσει τον κατάλληλο άνθρωπο: «Πιο εύκολα δεν γινόταν. Δεν βλέπετε εμάς που βγήκαμε σε μια ώρα; Αυτά, ή τα έχεις διαβάσει και τα ξέρεις ή δεν τα έχεις διαβάσει, οπότε πάνε τζάμπα τα λεφτά των γονιών σου»! Έσπερνε φωτιές ο Φώτης. Μια γειτόνισσα της θειας του, που τον ήξερε φατσικά, τον πλησίασε και τον ρώτησε πώς γράφει η κόρη της. Περίμενα τα χειρότερα, αλλά ο Φώτης με διέψευσε και πάλι: «Πού να ξέρω, θεια; Εγώ κοίταζα το δικό μου τετράδιο, μην κάνω κανένα λάθος»! Δεν έκανε...
Όταν καταφέραμε να ξεφύγουμε από τον ...ΣΑΓΚ (Σύλλογο Αγχωμένων Γονέων και Κηδεμόνων), τον ρώτησα πού ήξερε το θέμα των Λατινικών. Η απάντησή του ήταν πιο πειστική από ποτέ: «Το είδα στο τετράδιο της μπροστινής μου, την ώρα που της έγραφα το τηλέφωνό μου στο θρανίο»!
Μέχρι να ξεχάσω την εμπειρία των Πανελλήνιων εξετάσεων παρέα με τον Φώτη και να θυμηθώ το όνομα της Ελένης-Ούρσουλας-Θεοκτίστης, εγώ ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.