
Εκείνη την περίοδο η παλιοπαρέα των έιτις ...ενηλικιωνόταν υποχρεωτικά. Ο Πέτρος ο Αρμένης, που ήταν μεγαλύτερος, υπηρετούσε τη μαμά πατρίδα, ο Παππούς ήταν ήδη φοιτητής, εγώ κι ο Φώτης ετοιμαζόμασταν να πάμε κι εμείς φαντάροι, ενώ ο Δεμπασκαλάς ήταν ήδη ...υποδιευθυντής στον καφενέ του Μπάφα. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, ο πρώτος. Και καλύτερος! Ο Πέτρος ο φαντάρος. Τον οποίο, όποτε ερχόταν με άδεια, φροντίζαμε να τον βγάζουμε έξω να ξεσκάσει. Κι εκείνος φρόντιζε να πιει μέχρι να σκάσει!
Ήταν η εποχή που στα μπαράκια είχε γίνει της μόδας το στριπτίζ -συνήθως αλλοδαπών κοριτσιών από το πρώην ανατολικό μπλοκ- πάνω στην μπάρα. Εννοείται υπό τους ήχους του «Γιου καν λιβ γιορ χατ ον» του Τζο Κόκερ, αρκετά χρόνια μετά τις πιένες που γνώρισε το συγκεκριμένο τραγούδι χάρη στο αισθησιακό ξεγύμνωμα της Κιμ Μπάσιντζερ για χάρη του -κωλόφαρδου- Μίκι Ρουρκ στις «Ενιάμιση εβδομάδες».
Εκείνο το βράδυ στο μπαρ του Αμερικάνου, τα «Μοβ», που εκείνο το φεγγάρι πρέπει να τα είχε βαφτίσει «Σενσέισονς» ή «Άλαμο» ή «Το κέρατό μου το τράγιο» ή κάπως έτσι (κάθε έξι μήνες άλλαζε όνομα), ο Πέτρος είχε ρουφήξει κάμποσες βότκες από τις γεωτρήσεις που έκανε ο Αμερικάνος στο υπόγειο, με αποτέλεσμα να διασκεδάζει ...διακριτικά. Είχε ένα βλέμμα απλανές, άδειο, που κοιτούσε στο άπειρο, ίσως και γιατί δεν μπορούσε να εστιάσει πουθενά. Το μαύρο των μαύρων ματιών του είχε αρχίσει να ξεβάφει, λες κι είχε φορέσει θολούς φακούς επαφής. Επαφή, πάντως, δεν είχε με το περιβάλλον. Μέχρι που ακούστηκαν οι πρώτες νότες του τραγουδιού που σηματοδοτούσε το κλείσιμο των φώτων, το άνοιγμα του προβολέα - κανονιού με στόχο την μπάρα και την άνοδο της ιέρειας του στριπτίζ πάνω της. Την κοπέλα, μια εντυπωσιακή ξανθιά με κοντό καρέ μαλλί, μεγάλα πράσινα μάτια και ακόμα μεγαλύτερα -όχι πράσινα- βυζιά, πρώτη φορά την ματαξαναβλέπαμε. «Νέο αίμα», είπε στο αυτί μου ο Φώτης, ενώ ο Πέτρος ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Το κάτω...
Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε πώς και τι, ο Πέτρος λικνιζόταν πάνω στην μπάρα μαζί με τη χορεύτρια, η οποία τον είχε σβερκώσει με λάσο το σουτιέν της και του είχε σπρώξει το κεφάλι και τη μεγάλη μύτη του στη χαράδρα που φιλοξενούσε στο στέρνο της. Ο φίλος μας γνώριζε την αποθέωση. Ούτε γκολ στον τελικό του Μουντιάλ να είχε βάλει! Κι ενώ ο Τζο Κόκερ έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο πεντάγραμμο, είδε ολόκληρο το μπαρ την εικόνα που έγραψε ιστορία. Η Ρουμάνα χορεύτρια, με μια απότομη κίνηση ενώ προηγουμένως έπαιζε θεατρικά με τη ζώνη του Πέτρου, τράβηξε το πανταλόνι του κάτω, φροντίζοντας τα δάχτυλά της να κατεβάσουν μαζί και το μποξεράκι του. Αποκάλυψη τώρα! Ο κόσμος όλος έβλεπε την πραμάτεια του Πέτρου ορθωμένη, ενώ ο ίδιος συνέχιζε να χορεύει σαν να μην είχε καταλάβει τι συνέβαινε κι εγώ με τον Φώτη παλεύαμε να φτάσουμε κοντά στην μπάρα για να τον κατεβάσουμε και να του τα ανεβάσουμε (τα βρακιά, γιατί τα υπόλοιπα ανεβασμένα ήταν).
Όταν επιτέλους κατεβάσαμε τον μαντράχαλο από την μπάρα, σαμπάνιες του ανοίγανε. Μέχρι κι ο Αμερικάνος, που δεν κέρναγε ποτέ ούτε νερό (της φωτιάς) από τη γεώτρηση, σαμπάνια του άνοιξε! Ήταν το πρόσωπο της βραδιάς κι όλος ο κόσμος γύριζε για πάρτη του. Εκείνος, στο τσακίρ κέφι πια, χόρευε τα πάντα. Την «Παπαλάμπραινα» να του βάζανε, ντίσκο θα τη χόρευε. Αν και, εδώ που τα λέμε, το ζεϊμπέκικο που χόρεψε, δεν απείχε και πολύ από την ντίσκο εκδοχή της «Παπαλάμπραινας». Η αλήθεια είναι πως όσο τα ήθελε ο δικός του -μέχρι προ ολίγου γυμνός- κώλος, άλλο τόσο τον προκαλούσαμε κι εμείς. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι γονατίσαμε γύρω του χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια για να χορέψει -και να διαπρέψει εν τέλει- το ...βαρύ ζεϊμπέκικο «Μελισσούλα, μελισσάκι» του Κώστα Μπίγαλη;
Η βραδιά, πάντως, δεν ολοκληρώθηκε με τόσο κέφι. Αφού στη διαδρομή για το σπίτι ο Πέτρος επέμενε να πει σε όλους μας «δεν πάω σπίτι σου απόψε» αφήνοντας υπονοούμενα, μετά είπε πως δεν πάει ούτε και στο δικό του, γαντζώθηκε σε μια κολόνα από ένα «ΣΤΟΠ» και τόσο δυνατός που ήταν, τον τραβάγαμε μισή ώρα για να τον ξεκολλήσουμε. Αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον Παππού. Όταν τον ξεκολλήσαμε και τον πήγαμε σούρνωντας σπίτι του, φροντίσαμε να ξεκλειδώσουμε την εξώπορτα (σιγά μην έβρισκε τα κλειδιά), να τον μπάσουμε μέσα, να ανοίξουμε και την πόρτα του διαμερίσματος και να τον αφήσουμε αφού πρώτα βεβαιωθήκαμε πως μπήκε μέσα και πως η πόρτα σφάλισε. Όλα σωστά τα κάναμε και τίποτα σωστά δεν έγινε...
Το επόμενο πρωί η μακαρίτισσα η γιαγιά του σηκώθηκε και τον βρήκε με το κεφάλι μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ευτυχώς, δεν έγινε τότε μακαρίτισσα, αλλά πολλά χρόνια μετά, σε βαθιά γεράματα. Ο Πέτρος, μπαίνοντας στο σπίτι, είχε σκοντάψει στην τραπεζαρία, είχε ρίξει κάτω ένα ποτήρι και μετά ...έπεσε και κοιμήθηκε πάνω στα γυαλιά, κάποια εκ των οποίων τον πελέκησαν για τα καλά στο σαγόνι. Όχι μόνο ράμματα, ολόκληρη επέμβαση του κάνανε για να τον καθαρίσουν και να κλείσουν την πληγή. Κι η γιαγιά δεν είχε ακούσει τίποτα από όλον αυτόν το σαματά. Τώρα που το σκέφτομαι, άλλον λέγαμε «Πέτρο της Κουφής» κι αλλουνού Πέτρου η γιαγιά δεν άκουγε...
Μέχρι να ξεχάσω το ...αν-αισθησιακό στριπτίζ του Πέτρου, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...
Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.