Αν δεν έχεις δει τον Κολοκοτρώνη, δεν ξέρεις από μεθύσι!

Αν δεν έχεις δει τον Κολοκοτρώνη, δεν ξέρεις από μεθύσι!

Μετά από ολιγοήμερη απουσία λόγω Πάσχα και μιας ίωσης, οι «ρετρό ιστορίες» του Μίλτου του Νταλικέρη επιστρέφουν με ένα επίκαιρο θέμα.

Εκείνο το πρωινό, μετά του Άι Γιώργη ήταν, επικρατούσε ανεξήγητη ένταση στον μαχαλά. Ήταν ίσως η πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια που είχε μαζευτεί τόσος κόσμος έξω από το γκαράζι του Μαστρομανέλου και το σίγουρο είναι πως δεν είχαν χαλάσει όλα τα αυτοκίνητα για να κάνουν ουρά ποιο να πρωτοφτιάξει ο μάστορας. Άσε που το γκαράζι ήταν κλειστό, με τα βαριά ρολά μανταλωμένα, ενώ πυκνός, μαύρος καπνός έβγαινε από τις χαραμάδες. Τι είχε συμβεί;

Ο Φώτης είχε το μισό ρεπορτάζ. «Χθες βράδυ ο Μαστρομανέλος ήταν σπίτι μας, επειδή γιόρταζε ο πατέρας μου»! Γεγονός. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές σε όλη τη χρονιά που ο Σαυρογιώργης άνοιγε το σπίτι του. Ούτε καν το σπίτι δεν άνοιγε, εδώ που τα λέμε. Την αυλόπορτα άνοιγε και μάζευε εκεί όλους τους φίλους του, όχι για να τους κεράσει, αλλά για να τον κεράσουν! Ο αθεόφοβος είχε καταφέρει να γιορτάζει ...ρεφενέ. Ίδιος ο γιος του! Ο κάθε καλεσμένος έφερνε το κατιτίς του, κρέας, κρασί, γλυκά κι έτσι ο Σαυρογιώργης κέρναγε όλο το μαχαλά, γιατί ήταν τόσο σπάγκος και τόσο αχαΐρευτος, που ούτε στη γιορτή του δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη.

«Κάποια στιγμή λογόφερε με τον πατέρα μου κι έφυγε», συνέχισε την αφήγησή σου ο Φώτης και ήταν κι αυτό γεγονός. Κάθε χρόνο στη συγκεκριμένη γιορτή, μετά την κρασοκατάνυξη, γινόταν παραδοσιακά ένας καυγάς. Πότε ο Σαυρογιώργης τσακωνόταν με τον Μαστρομανέλο, πότε με τον Πέτρο της Κουφής, πότε οι δυο τελευταίοι μεταξύ τους... Προφανώς, η παράδοση τηρήθηκε και εκείνη τη χρονιά. «Κάτι του είπε ο πατέρας μου για το κρασί που έφερε. Ότι ήταν λίγο και δεν έφτασε, νομίζω ή κάτι τέτοιο. Ο Μαστρομανέλος παρεξηγήθηκε και ακούστε κουβέντα που τόλμησε να ξεστομίσει. "Καλά, ρε Γιώργη, εσύ γιορτάζεις, εμείς θα βάζουμε όλο το κρασί;", τον ρώτησε κι ο πατέρας μου του ξεκαθάρισε "εγώ βάζω το σπίτι". Και με το δίκιο του, εδώ που τα λέμε...». Μα τόσο ίδιος με τον πατέρα του ο Φώτης ώστε να του δίνει και δίκιο;

«Ο Μαστρομανέλος ενοχλήθηκε από τις ...αλήθειες που του είπε ο πατέρας μου κι έφυγε. Μαζί του έφυγαν κι ο καφετζής ο Μπάφας, με τον Δεμπασκαλά», ολοκλήρωσε το ρεπορτάζ ο Φώτης. Κάπου εκεί, η κουτσομπόλα της γειτονιάς, η Δωροθέα η Ζαβή, άρχισε να προσθέτει τη δική της εκδοχή της ιστορίας: «Τον σταναχώρησε τον μαύρο τον Μαστρομανέλο ο θεομπαίχτης ο Σαυρογιώργης. Τον φαρμάκωσε. Κι ήρθε εδώ να ...φυτοκτονήσει. Αυτό που σας λέω. Έβαλε φωτιά να καεί μονάχος μέσα στο γκαράζι». Η φαντασία της οργίαζε, δεν είχε εκείνη το υπόλοιπο μισό του ρεπορτάζ, αλλά ο Δεμπασκαλάς, που μόλις φάνηκε στην άκρη του δρόμου. «Λες να ...φυτοκτόνησε;», τον ρώτησα κλείνοντας το μάτι με νόημα και ο Δεμπασκαλάς μου απάντησε με το περίφημο, ατράνταχτο επιχείρημά του: «Δεν πας καλά»! Λακωνικά, όπως πάντα, μας εξιστόρησε τα γεγονότα μετά την αποχώρησή τους από το σπίτι του Σαυρογιώργη. Μπάφας ύπνο, ΣΤΟΠ. Μαστρομανέλος κι εγώ γκαράζι, ΣΤΟΠ. Μαστρομανέλος σουρωμένος, ΣΤΟΠ.

Επειδή από τα πολλά «ΣΤΟΠ» δεν θα βγάλετε νόημα, προσθέτω ρήματα, για να διευκολύνω την ιστορία, χωρίς ωστόσο τη φαντασία της Δωροθέας της Ζαβής. Ο Μαστρομανέλος κράτησε τον Δεμπασκαλά στο γκαράζι για να πιουν ένα ποτήρι ακόμα, πριν πάνε για ύπνο. Επειδή τον είχε κόψει το πιοτί, αποφάσισε να ανάψει μια μικρή ψησταριά που είχε μέσα στο γκαράζι, για να ψήσει μπριζόλες! Ήταν τόσο μεθυσμένος, που δεν έβρισκε τα κάρβουνα κι άναψε φωτιά με στουπί ποτισμένο(!) και κάτι κομμάτια από παλιά λάστιχα από τρακτέρ! Έριξε πάνω στη φωτιά μερικές μπριζόλες προβατίνας, κατευθείαν από την κατάψυξη ενός μικρού ψυγείου που είχε στο γκαράζι. Παγωμένες όπως ήταν, σε συνδυασμό με το ντουμάνι που έβγαζαν τα λάστιχα, τυλίχτηκαν από μια μαύρη κρούστα. «Σαν σοκολάτα έγιναν οι άτιμες», έλεγε και γλειφόταν ο Μαστρομανέλος. Όταν επέμεινε να δοκιμάσει κι ο Δεμπασκαλάς από τις ...σοκολάτες, ο φίλος μας την κοπάνησε και τον άφησε μονάχο στο γκαράζι, ενώ φεύγοντας άκουσε πίσω του τον Μαστρομανέλο να βρίζει και τα ρολά να κατεβαίνουν και να μανταλώνουν.

Πλέον, ανησυχήσαμε. Μπας κι έπαθε καμιά δηλητηρίαση από τα πρωτότυπα ...κάρβουνα ή μπας και του ήρθε κανένας ντουβρουτζάς από την κάπνα στο εσωτερικό του γκαράζ. Το χειρότερο ήταν πως εκτός από τα ρολά, ο Μαστρομανέλος είχε μανταλώσει και το πίσω πορτάκι, ενώ η γυναίκα του, η Πολυξένη, που θα είχε αντικλείδια, έλειπε από το προηγούμενο πρωί στα Γιάννενα, γιατί γιόρταζε ο άντρας της αδερφής της. Σιγά μην πήγαινε μαζί της ο Μαστρομανέλος, όταν θα μπορούσε να τσακωθεί με την ησυχία του με τον Σαυρογιώργη...

Με τα πολλά, ο δήμαρχος ο Γιωργομάκος πήρε τηλέφωνο στην πυροσβεστική, «μη μας βρει κανένα χειρότερο κακό», καθώς παρά τη φασαρία και τα συνεχή χτυπήματα στην πόρτα, ο Μαστρομανέλος δεν απαντούσε, ενώ οι καπνοί πύκνωναν. Ή, έτσι μας φαινόταν. Κάποια στιγμή, ο Πέτρος ο Αρμένης σήκωσε στα χέρια τον Φώτη, για να δει τι γίνεται στο εσωτερικό του γκαράζ από ένα μικρό άνοιγμα που υπήρχε πάνω από τα ρολά. «Ξάπλα στην πολυθρόνα είναι και μήτε κουνιέται μήτε ανασαίνει», είπε ο Φώτης μόλις κατέβηκε και πλέον όλοι εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στην επέμβαση της πυροσβεστικής. Η οποία δεν άργησε...

Ένα όχημα με τρεις πυροσβέστες χώθηκε ανάμεσα στην ομήγυρη και δύο εκ των ανδρών, φορώντας τα χαρακτηριστικά κράνη του Σώματος, έκοψαν με έναν τροχό το ρολό και μπούκαραν στο γκαράζι με τη μάνικα στο χέρι. Ξοπίσω τους μπήκαμε κι εγώ με τον Φώτη και τον Δεμπασκαλά, ο οποίος έδειχνε κατά την ψησταριά. Η μαύρη κάπνα έβγαινε από εκεί και ένα «μπλουφ» της μάνικας αποκάλυψε τις καρβουνιασμένες ...σοκολάτες του Μαστρομανέλου, ο οποίος ευτυχώς ανάσαινε. Ο ένας εκ των πυροσβεστών τον πλησίασε με τρόπο, ώστε να μην τον ξυπνήσει απότομα και τον τρομάξει, ωστόσο ο Μαστρομανέλος ήταν ήδη έτοιμος να ανοίξει τα μάτια. Και μόλις τα άνοιξε, είδε μπροστά του τον πυροσβέστη με το κράνος. «Μάνα μου, ο Κολοκοτρώνης», φώναξε και μέχρι να ξυπνήσει για τα καλά, να ξενερώσει από το μεθύσι και να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, η ατάκα με τον Κολοκοτρώνη είχε κάνει το γύρο του μαχαλά.

Μέχρι να σταματήσει ο Μαστρομανέλος να βλέπει στα όνειρά του τον Κολοκοτρώνη εκείνου του πρωινού, εγώ, ο Μίλτος, να ΄μαι καλά...

Υ.Γ.: Τους πρωταγωνιστές της ρετρό ιστορίας, μπορείτε να τους γνωρίσετε καλύτερα στο μυθιστόρημά μου, «Είναι στημένο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εμβιπή (MVPublications.gr) με υπογραφή Χρήστου Ελευθερίου. Για αυτό και ό,τι άλλο επιθυμείτε, θα τα λέμε στην ιστιοσανίδα μου στο φέισμπουκ.