Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα
στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει
Η νύχτα το ‘χει απόψε να εκμαυλίζει
μπερδεύοντας τα βήματα στη μουσική της.
-Τρέξε κι απόψε, τρέξε απελπισμένα,
πάρε τους δρόμους που οδηγούνε στην ψευδαίσθηση
Τι γυρεύω εγώ σ’ αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ’ ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ’ το λαιμό σαν τοκογλύφος –
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;
Νύχτα, χάρισέ μου ένα κορμί,
να χορτάσω κι απόψε την έξαψή μου
να σκοτώσω κι απόψε την απόγνωσή μου,
δεν αντέχω πια αυτά τα δρομολόγια,
αυτό τον παιδεμό πίσω από ξένα ίχνη.
Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ’ ένα Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε – άλλοι θα κατοικήσουν!
Άλλοι θ’ ανέβουν τα σκαλιά να στρώσουν τα κρεββάτια!
Άλλοι θ’ ανάψουν τα κεριά στα βορεινά δωμάτια!
[...] Ὅπου, ξαφνικὰ μὲς τὸν ὕπνο μᾶς χυμήξανε οἱ νικημένοι μας οἱ ὀχτροὶ καὶ μᾶς σφάζανε.
Βγήκανε μὲς ἀπ᾿ τὸ μουχλιασμένο σκοτάδι καὶ μᾶς σφάζανε.
Δὲν καταλάβαμε πῶς ἔγινε αὐτό.
Ξαφνικὰ βρεθήκαμε ὄρθιοι.
Κοιτάζω το Τέρας που γλείφεται
Για να μπερδευτεί όσο μπορεί με ό,τι είναι γύρω του
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.