Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Όταν τελείωσε, τα χέρια της δεν ήταν πια παγωμένα, τα δικά του έκαιγαν, γι’ αυτό και χέρια παραδόθηκαν σε χέρια και δεν παραξενεύτηκαν.
Ήταν περασμένη μία το πρωί όταν ο βιολοντσελίστας ρώτησε: Θέλετε να καλέσω ένα ταξί να σας πάει στο ξενοδοχείο;
Κι η γυναίκα απάντησε: Όχι, θα μείνω μαζί σου, και πρόσφερε τα χείλη της.
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους;
Οι άνθρωποι που δημιουργούν εθιστικές σχέσεις, έχουν συχνά τις καλύτερες προθέσεις. Επιθυμούν ευτυχισμένες και υγιείς σχέσεις. Ωστόσο, κάτω από αυτές τις καλές προθέσεις βρίσκεται μία αγωνιώδης σύγκρουση με την οικειότητα.
Στην πόλη όπου γεννήθηκα ζούσε μια γυναίκα με την κόρη της, που περπατούσαν στον ύπνο τους.
Μια νύχτα, ενώ η ησυχία αγκάλιαζε τον κόσμο, η γυναίκα και η κόρη της, περπατώντας κοιμισμένες, συναντήθηκαν στον ομιχλοσκεπασμένο κήπο τους.
Πολλοί λατρεύουνε την τάξη. Για να φάνε βάζουν
τραπεζομάντηλο απάνω στο τραπέζι, αν έχουν, ή σκουπίζουν
Να κάνεις κακό στην ηλιθιότητα.
- Σίγουρα, η τόσο πεισματικά και επίμονα διακηρυγμένη πίστη ότι ο εγωισμός είναι αξιο κατάκριτος έκανε συνολικά κακό στον εγωισμό (ενώ ωφέλησε, θα το ξαναπώ εκατό φορές, τα αγελαία ένστικτα!) - απογυμνώνοντάς τον από την καλή του συνείδηση και παρακινώντας να αναζητούμε σ' αυτόν την αληθινή πηγή όλης της δυστυχίας.
Φανταστείτε αυτή τη σκηνή: ζητάμε από τριακόσιους ή τετρακόσιους ανθρώπους, άγνωστους μεταξύ τους, να σχηματίσουν ζευγάρια και να θέσουν στον παρτεναίρ τους μία και μόνη ερώτηση: «Τι θέλεις;» ξανά και ξανά και ξανά.
«Η τεμπελιά ήταν ανέκαθεν το δυνατό μου σημείο.
Δεν υπερηφανεύομαι γι' αυτό, είναι κάτι σαν χάρισμα και ελάχιστοι το διαθέτουν.
Πίσω από κάθε ψυχοσωματική παθολογία βρίσκονται λόγια που δεν έχουν ειπωθεί.
Συναισθήματα πολλά που μένουν καταπιεσμένα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις είναι άγνωστα από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος αισθάνεται μεν δυσάρεστα, μία διάχυτη δυσφορία, αλλά δεν μπορεί πάντα να κατονομάσει πώς νιώθει.