Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.
Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ’ ανάψω εγώ τη λάμπα».
Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία
του νεανικού μου δέρματος κ’ η θέρμη των ήλιων;
Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω τη καρδιά,
μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.
Ενώ ο κ. Κόινερ, ο σκεπτόμενος, μιλούσε κάποτε μπροστά σε πολύν κόσμο κατά της βίας, παρατήρησε πως οι άνθρωποι που ήταν μπροστά του άρχισαν να οπισθοχωρούν και να φεύγουν.
Γύρισε να κοιτάξει και βλέπει να στέκεται πίσω του — η Βία.
«Τί έλεγες» τον ρώτησε η Βία.
Τι γίνεται με τους ανθρώπους που έχουν την τάση να σκέφτονται σε υπερβολικό βαθμό τα πάντα που τους αφορούν; Πόσο κουραστικό είναι αυτό και που μπορεί να μας οδηγήσει.
Η υπερβολική σκέψη (over-thinking) αφορά την τάση ορισμένων ανθρώπων να αναλύουν σε μεγάλο βαθμό στο μυαλό τους οτιδήποτε συμβαίνει. Ακόμη, και ασήμαντα πράγματα που κάποιος απλά θα τα προσπερνούσε ή θα τα άφηνε γρήγορα στην άκρη, το άτομο που λειτουργεί με αυτό τον τρόπο μπαίνει σε μια διαδικασία επεξεργασίας, με αποτέλεσμα όλα να παίρνουν τεράστιες διαστάσεις στο μυαλό του.
Σε προσκυνώ, γλώσσα, πολλά τα θαύματά σου.
Επί κυμάτων σφοδράς εποχής βαδίζουσα
– ην γαρ ενάντιος της αλαλίας ο άνεμος –
σώα βγήκες στην ακτή και άρθωση εμφύσησες
σε μερικούς τουλάχιστον λόγους κακοποιούς
που εξεβίαζαν την επαφή μας να σιωπά.
Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών.
Ξεψύχησε κυκλωμένος από τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.