Ελένη Λαυρεντάκη
Γεννήθηκα και ζω στην Κρήτη. Είμαι γραφίστας - τυπογράφος και τα τελευταία χρόνια διοχετεύω τις καλλιτεχνικές (και όχι μόνο) ανησυχίες μου στον Κλόουν.
Πώς μπορώ να αρχίσω να αισθάνομαι – να αισθάνομαι;
Θέλω να ερωτευτώ με τέτοιο τρόπο,
που η απλή θέα ενός ανθρώπου,
Γιατὶ ἔτσι εἶναι ὁ τόπος στὴν Ἑλλάδα. Προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐξουθενώνει, τοῦ δίνει καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ζήσει χωρὶς νὰ τὸν ἐξοντώσει. Ἔτσι βλέπουμε σὲ τέτοια μέρη νὰ φυτρώνει ἕνας πολιτισμὸς ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ μερώσει τὸ τοπίο καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης. Παίρνουν τὴν πέτρα οἱ ἄνθρωποι σ’αὐτὰ τὰ μέρη καὶ χτίζουν σπίτια δροσερὰ τὸ καλοκαίρι καὶ ζεστὰ τὸ χειμῶνα. Κι ἀκόμα πιὸ πολὺ σμίγουν τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τοὺς τρελλοὺς ἀγέρηδες καὶ τὴν κάψα τοῦ ζηλωτῆ ἥλιου.
Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγούδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Η κοινότητα είπε ο Ντέμιαν, είναι κάτι ωραίο. Αλλά αυτές οι κοινότητες, που κάθε τόσο ανθίζουν, είναι ψεύτικες. Μια νέα και αληθινή κοινότητα θα προέλθει από την αμοιβαία συνεννόηση των ατόμων, και μόνο αυτή θα ξαναπλάσει τον κόσμο.
Εάν είσαι εντάξει με τον εαυτό σου και ξέρεις ποιος είσαι, μην αφήσεις την κακία του κόσμου να σε διαπεράσει και να σε ποτίσει. Εμπιστεύσου τον εαυτό σου, τις δυνάμεις σου, τους δικούς σου ανθρώπους που αναγνωρίζουν την αξία σου και σε αγαπούν γι' αυτό ακριβώς που είσαι και που πρεσβεύεις.
Δεν με πειράζουν οι ανοιχτές πληγές
δεν με πειράζει το πένθος στην ψυχή μου
δεν με πειράζουν οι άσβηστες φωτιές
όταν σωπαίνω κι όταν σβήνει η φωνή μου
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.
Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Το τόξο των ματιών σου κύκλους κάνει γύρω απ’την καρδιά μου,
Απαλές και ρυθμικές στροφές,
Φωτοστέφανο του χρόνου, λίκνο νυχτερινό και σίγουρο,
Δε γνωρίζω πια όσα έχω ζήσει
Γιατί τα μάτια σου δε με κοιτούσαν πάντα.