Κι ούτ' ένα τηλεφώνημα... (τότε και τώρα)

01.06.2014
Κι ούτ' ένα τηλεφώνημα... (τότε και τώρα)

Είπε, ότι θα πάρει. Είπε, ότι θα με πάρει τηλέφωνο να κανονίσουμε να πάμε για καφέ. Αχχχ!! Θα πάρει; Σιγά, μην πάρει. Έτσι το είπε. Δεν παίρνει. Μήπως….για να ακούσω (σηκώνει το ακουστικό)…έχω γραμμή;… (Toυτ!Τοοοουτ!Τουτ!Τουτ!Τουτ!)

Δουλεύει.

Μήπως…έπαιρνε τηλέφωνο, την ώρα, που είχε πάρει η μαμά;

Nα δεις που εκείνη την ώρα θα έπαιρνε.

Και της έλεγα, θα τα πούμε άλλη ώρα.

Σήμερα έπρεπε να μου πει όλα τα νέα από το χωριό;

Αχχχχ!

Γιατί να πάρει; Δεν θα πάρει…

Όμως….αφού αυτός μου ζήτησε το τηλέφωνό μου.

Θα έχασε το χαρτάκι με τον αριθμό.

Θα το έχασε.  Αυτό είναι.

Το έβαλε στην τσέπη του, την ώρα που ανέβηκε στη μηχανή.
Σε αυτή την τσέπη θα είχε τα κλειδιά του σπιτιού του και όπως θα τα έβγαλε θα του έπεσε κάτω και θα το έχασε.

Ή θα πλύθηκε με το παντελόνι. Σιγά μην το πρόσεξε η μητέρα του.

Μα κι εγώ δεν είχα μικρότερο χαρτάκι να το γράψω.

Ωφ!….Δεν θα πάρει.

Θα το έχασε και δεν έχω το τηλέφωνο μου στον κατάλογο. Απόρρητο.

Να, είδες; Αποφεύγεις τους ενοχλητικούς και χάνεις τέτοιες ευκαιρίες.

(Ντρρριιιινν!!!)

Η καρδιά μου θα σπάσει.

“Ναι;

Έλα, ρε Χριστίνα!

Όχι, δεν πήρε.  Κλείσε. Κλείσε. Μπορεί, να παίρνει τώρα.

Θα σε πάρω μετά.

Όχι, δεν θα έρθω το βράδυ στο Buzios. Δεν έχω όρεξη.

Σιγά, μην είναι εκεί. Δεν θα έρθω.

Ωωωωω! Καλά. Άσε. Θα τα ξαναπούμε μετά.”

Άει στο καλό!

Άει στο καλό!

Δεν θα πάρει. ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΕΙ.

Δεν έχω καμία όρεξη, να βγω.

[2 ώρες μετά.  2 ώρες με τραγούδια που κάνουν ακόμη πιο βασανιστική την αναμονή.

2 ώρες που μυξοκλαίς, που τραγουδάς "Κι ούτε ένα τηλεφώωωωωνημα", που ξαπλώνεις κάτω (αγκαλιά με το τηλέφωνο), τσεκάρεις εάν είναι καλά στην πρίζα. 2 ώρες μαρτυρίου.]

(Ντριιιιιν!)

Η καρδιά θα σπάσει.

“Έλα, ρε Χριστίναααααα! Όχι! Όχι! Δεν πήρε! Θα σε είχα πάρει!

Δεν θα του αρέσω, ρε συ. Έτσι θα το ζήτησε το τηλέφωνο.

Άσε με. Ναι, σιγά. Σιγά, μην κάτι του έτυχε…Λες;… Ναι, ίσως.

Δεν ξέρω. Τί; Θα πάτε Buzios; Τί ώρα;

Ε..Καλά.. θα έρθω κι εγώ.  Θα περάσετε, να με πάρετε με ταξί, να το μοιραστούμε; Καλά. Πάρε με όταν φεύγετε από το σπίτι, για να υπολογίσω να είμαι κάτω.

Πάω για μπάνιο. Τα λέμε μετά.”

Ωφφ!! Ας κάνω μπάνιο.

Κι αν ….κι αν πάρει τηλέφωνο την ώρα, που κάνω μπάνιο;

Εχμ… Δεν φτάνει το καλώδιο μέχρι το μπάνιο. Και το έχω πει να πάρω ένα μακρύτερο, αλλά ποιός θα μου το συνδέσει; Aπφ! Θα βάλω το τηλέφωνο, όσο πιο κοντά στο μπάνιο και θα αφήσω την πόρτα ανοιχτή.

(Αρχίζει το μπάνιο)

Nτριιιν!

Όχι! Όχι! Τώρα που έχω σαπούνια στα μαλλίααααα;

Να πάρω μία πετσέτα. Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα!

“Ναι; ….

ΈΛΑ, ΡΕ ΛΙΑ!! Κάνω μπάνιο! Τί έγινε;

Όχι, δεν θα φορέσω το μαύρο μπουστάκι. Θα στο φέρω.

Ναι. Θα στο φέρω να αλλάξεις στις τουαλέτες του Buzios. Kάνω μπάνιο.

Με έβγαλες με τα νερά! ΌΧΙ. ΔΕΝ ΠΗΡΕ. Θα τα πούμε μετά.”

ΑΕΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ!

Ας ετοιμαστώ.

Να βγάλω ρούχα. Να φτιάξω μαλλιά. Να βαφτώ.

(Ντριν!)

4163722460 e11d1ba1ef z

 “Ναι! Έλα, Χριστίνα . Έτοιμη είμαι. Ναι. Κατεβαίνω.”

Ας βάλω τον τηλεφωνητή σε λειτουργία.

Η κασσέτα είναι καινούρια.

Πάει στο Buzios. Θα προσπαθήσει να περάσει καλά με τις φίλες της.

Πρέπει να δεχτεί, ότι δεν θα την πάρει τηλέφωνο.

Δεν θα την έπαιρνε ποτέ.

Έτσι, το είχε ζητήσει.

Και κάπου εκεί μέσα στον πανικό των νέων, που χορεύουν “Right in the night”

νομίζει ότι τον βλέπει.

Τον βλέπει. Την είδε.

“Γεια! Ήξερα, ότι θα σε βρω εδώ (Ε, αφού το έχουμε χτίσει με τις φίλες μου. Πού θα με έβρισκες;)”

“Αφού είναι στέκι. Τί κάνεις;”

“Καλά. Είχα πει, ότι θα σε πάρω τηλέφωνο, αλλά έκανε έργα ο ΟΤΕ στη γειτονιά μας και δεν είχαμε τηλέφωνο μέχρι αργά το βράδυ σήμερα.

Σε πήρα τηλέφωνο πριν έρθω εδώ, αλλά δεν σε είχα προλάβει και άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου.

Τί φάση, που έχει το μήνυμά σου! Χαχαχα!”

Ανακούφιση! Χαρά! Ικανοποίηση!

Στιγμές από μία εποχή, που δεν υπήρχαν κινητά.

Δεν υπήρχε αναμονή κλήσεως.

Δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσεως.

Και όταν περίμενες τηλέφωνο από αυτόν/αυτή  ήσουν όλη μέρα μέσα πάνω από τη συσκευή.

Έσπαγε η καρδιά σου κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο στην αγωνία, μήπως είναι εκείνος/εκείνη (και στην τεράστια απογοήτευση, όταν δεν ήταν).

Τότε που δεν έπιανες γραμμή αμέσως.

Που έπαιρνες το μηδέν για να καθαρίσει η γραμμή.

Που αν δεν το έκλεινες καλά και έμενε ανοιχτό το τηλέφωνο, μπλόκαρες τη γραμμή.

Που χρεωνόσουν με τα λεπτά-με μονάδες και οι λογαριασμοί ερχόντουσαν φουσκωμένοι, αλλά δεν σε ένοιαζε (μέχρι που έπρεπε να τους πλήρώσεις).

Δεν μπορούσες να τον/την βρεις με email, facebook, twitter, instagram

Eποχές, που κοιτούσες γύρω σου, όπου κι αν περπατούσες μήπως και τον δεις κάπου κατά τύχη.

Εποχές, που τα μηνύματα στον τηλεφωνητή, τα άκουγες και τα ξαναάκουγες.

Εποχές, που το τηλέφωνο με το μακρύ καλώδιο μέσα στο σπίτι ήταν ο καλύτερός σου σύντροφος.

Εποχές που οι αναπάντητες δεν φαινόντουσαν πουθενά και έτσι δεν ήξερες, εάν είχε προσπαθήσει να σε βρει.

Εποχές που δεν υπήρχε το redial και έπαιρνες τους αριθμούς, ξανά και ξανά και ξανά μέχρι που τραυμάτιζες το δείκτη σου ή μπερδευόσουν κι έπαιρνες λάθος αριθμό.

Εποχές άλλες.

Με άλλες ταχύτητες, άλλα μέσα, άλλους κώδικες, αλλά το ίδιο συναίσθημα.

Αυτό της προσμονής του ερωτευμένου πάνω από ένα τηλέφωνο.

Μαμά Μαμαδοπούλου

 * Aφιερωμένο στις φίλες και στους φίλους καρδιάς των φοιτητικών μου χρόνων.

 

Πηγή: mikroimegaloi.gr