Η δύναμη της μουσικής (video)

01.03.2014
Η δύναμη της μουσικής (video)

Το Πρόγραμμα Music & Memory το εμπνεύστηκε ο κοινωνικός λειτουργός Νταν Κοέν, ο οποίος σκέφθηκε ότι αν γερνούσε και βρισκόταν μόνος σε κάποιο γηροκομείο δεν θα μπορούσε να ακούει την αγαπημένη του μουσική. Διαπίστωσε ότι κανένα ίδρυμα της περιοχής δεν διέθετε προσωπικές συσκευές για να μπορούν οι ηλικιωμένοι να απολαμβάνουν μουσική, έτσι ξεκίνησε να μοιράζει music players, εγκαινιάζοντας έτσι το μη κερδοσκοπικό πρόγραμμά του, που δίνει τη δυνατότητα σε ηλικιωμένους και ασθενείς να αποκτούν πρόσβαση στα τραγούδια της νεότητάς τους.

Ο ηλικιωμένος άνδρας που εμφανίζεται στο video ονομάζεται Χένρι και είναι ένας από τους ασθενείς που απολαμβάνει τις ευεργετικές ιδιότητες της μουσικής χάρη στο πρόγραμμα του Κοέν. Πάσχει από προχωρημένο Αλτσχάιμερ και όπως θα δούμε παρακάτω, δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε την ίδια του την κόρη, ενώ μετά βίας αρθρώνει ελάχιστες κουβέντες. Η διάγνωση του νευρολόγου είναι χαρακτηριστική: "Αδρανής, μάλλον σε κατάθλιψη, χωρίς αντιδράσεις".

Όλα αλλάζουν όμως -σαν από θαύμα- με το που τοποθετούνται τα ακουστικά στα αυτιά και του και ξεκινά η μουσική του αγαπημένου του Cab Calloway. Ο Χένρι, ξαναζωντανεύει, τραγουδά και δηλώνει ότι τον πλημμυρίζει 'αγάπη και ρομαντικά συναισθήματα'.

Οι ειδικοί δηλώνουν ότι αυτό δεν θεωρείται ακριβώς θεραπεία γιατί οι ασθενείς μάλλον δεν μπορούν να γίνουν καλύτερα σε μόνιμη βάση. Είναι μια μέθοδος που προσπαθεί να τους συνδέσει με ένα σημείο του παρελθόντος τους που ακόμη λάμπει, άσχετα με το τί συμβαίνει τώρα στο παρόν.

Η μουσική της νιότης τους διατηρείται ακόμα και καταφέρνει να τους ξυπνά. Όπως αναφέρει ο Κοέν, προσπερνώντας τη νοητική βλάβη τού σήμερα, η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου διατηρείται ζωντανή αρκεί να δοθεί το έναυσμα.

Το συναισθηματικά φορτισμένο απόσπασμα που επιμεληθήκαμε προέρχεται από το ντοκιμαντέρ ‘Alive Inside’, που βασίζεται στο έργο του Κοέν και προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Sundance, όπου έλαβε μάλιστα το βραβείο του κοινού για ντοκιμαντέρ από τις ΗΠΑ.

 

 

Πηγή theatlantic.com  toportal.gr