Κι ό αντρας είπε: είσαι όμορφη, κι όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους. Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε, σαν πηγή, το μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθει.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του. Και κείνος κοίταζε πέρα πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε θα ‘θελα να ‘μαι θεός. Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.
Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος
Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε και αγνάντεψε απ’ το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά. άρχισε να τρώει το λίγο φαι που ‘χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια. Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει. Μα ήταν νέα ακόμα.
Τέλειωσαν χωρίς καν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μες στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα, έκλαψε.
Έξω, χιόνιζε...
από τα Ποιήματα 1958-1964