Σταυρωμένα τα χέρια, σταυρωμένα τα βλέμματα.
Και πόσοι αποχαιρετισμοί στα μάτια - κοιτάζουμε:
Τι κρατάς από μένα, τι κρατώ από σένα;
Τι ονειρεύομαι διπλωμένος σε μια σειρά από νύχτες κι ημέρες
κι είμαι έτσι ανάμεσα περιπάτου και πόνου; Γιατί πονώ;
Γιατί πονούμε όταν υπάρχουμε; Γιατί μιλούμε;
Παραθέτω επίσης και μια μικρή επιλογή από μερικούς πολύ καλούς στίχους του:
- Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα, φωτίζοντας πότε το πρόσωπο, πότε το ψέμα.
- Η γιορτή... Ύστερα όλα σβήνουν. Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ. Και δεν υπάρχουν πουλιά. Σκουπίζεις τις αράχνες απ’ τη χθεσινή γιορτή.
- Τόσες επινοήσεις! Κι όμως ξεκαρφώνονται σιγά σιγά τα στηρίγματα που κρατάνε το πρόσωπο στην κορνίζα.
- Τι μου έλεγες; Σ’ ακούω να μιλάς και πριν έρθει η φωνή ναυαγήσανε κιόλας οι λέξεις... Κι άλλα ερείπια σωριάζονται τώρα στη μνήμη.
- Γυρεύαμε το θαύμα κι ήταν η απόγνωση.
- Παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω και δεν υπήρχες... μετρώντας πόσος Θάνατος περίσσευε και πριν, και μετά από κάθε ποίημα.
- Έγραφα κάθε μέρα σαν τρελός. Και τα `σκιζα τρελός την άλλη μέρα...
- Λοιπόν αυτή η πόρτα με δαιμονίζει. Πρώτη φορά τη βλέπω σε τούτη την κάμαρα. Κάποιος την έστησε την ώρα που έλειπα με σκοπό να κρυφακούει κρυμμένος, να κατασκοπεύει.
- Μέρα που χτυπηθήκαμε από τούτη τη μεριά κι από την άλλη... σακατεμένα οράματα...
- Κάθε ποίημα συναξάρι νεκρών.
- Η Ιστορία τελικά κατάντησε ένας σκουπιδότοπος, σύννεφο οι μύγες.
- Θα δώσω ότι γυρεύετε, θα μαρτυρήσω. Για τον κατήφορο και τους αμμόλοφους. Φοβάμαι και θα μαρτηρήσω. Και μη με...
- Όπου κοιτάξεις είναι το κακό. Κι εκείνο τ’ άλλο, συνεχώς επινοείται. Για να μην ανασαίνεις.