Τάκης Σινόπουλος | Μοναχικός Περίπατος Στην Πολιτεία

14.12.2023
Τάκης Σινόπουλος | Μοναχικός Περίπατος Στην Πολιτεία

Τώρα τι θέλω; Τι θέλουμε;
Κι είμαστε δίπλα δίπλα όπως οι σκιές και δεν μπορούμε
ν’ αγγίξουμε τα χέρια των άλλων,
στους ώμους των άλλων τα κομμένα φτερά.

Σταυρωμένα τα χέρια, σταυρωμένα τα βλέμματα.
Και πόσοι αποχαιρετισμοί στα μάτια - κοιτάζουμε:
Τι κρατάς από μένα, τι κρατώ από σένα;

Τι ονειρεύομαι διπλωμένος σε μια σειρά από νύχτες κι ημέρες
κι είμαι έτσι ανάμεσα περιπάτου και πόνου; Γιατί πονώ;
Γιατί πονούμε όταν υπάρχουμε; Γιατί μιλούμε;

Παραθέτω επίσης και μια μικρή επιλογή από μερικούς πολύ καλούς στίχους του:

- Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα, φωτίζοντας πότε το πρόσωπο, πότε το ψέμα.

- Η γιορτή... Ύστερα όλα σβήνουν. Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ. Και δεν υπάρχουν πουλιά. Σκουπίζεις τις αράχνες απ’ τη χθεσινή γιορτή.

- Τόσες επινοήσεις! Κι όμως ξεκαρφώνονται σιγά σιγά τα στηρίγματα που κρατάνε το πρόσωπο στην κορνίζα.

- Τι μου έλεγες; Σ’ ακούω να μιλάς και πριν έρθει η φωνή ναυαγήσανε κιόλας οι λέξεις... Κι άλλα ερείπια σωριάζονται τώρα στη μνήμη.

- Γυρεύαμε το θαύμα κι ήταν η απόγνωση.

- Παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω και δεν υπήρχες... μετρώντας πόσος Θάνατος περίσσευε και πριν, και μετά από κάθε ποίημα.

- Έγραφα κάθε μέρα σαν τρελός. Και τα `σκιζα τρελός την άλλη μέρα...

- Λοιπόν αυτή η πόρτα με δαιμονίζει. Πρώτη φορά τη βλέπω σε τούτη την κάμαρα. Κάποιος την έστησε την ώρα που έλειπα με σκοπό να κρυφακούει κρυμμένος, να κατασκοπεύει.

- Μέρα που χτυπηθήκαμε από τούτη τη μεριά κι από την άλλη... σακατεμένα οράματα...

- Κάθε ποίημα συναξάρι νεκρών.

- Η Ιστορία τελικά κατάντησε ένας σκουπιδότοπος, σύννεφο οι μύγες.

- Θα δώσω ότι γυρεύετε, θα μαρτυρήσω. Για τον κατήφορο και τους αμμόλοφους. Φοβάμαι και θα μαρτηρήσω. Και μη με...

- Όπου κοιτάξεις είναι το κακό. Κι εκείνο τ’ άλλο, συνεχώς επινοείται. Για να μην ανασαίνεις.