Το σύνδρομο της ακινησίας στη χώρα του περίπου...

04.02.2017
Το σύνδρομο της ακινησίας στη χώρα του περίπου...

Πώς και γιατί εμείς οι Έλληνες, στη συλλογική μας συμπεριφορά, πάσχουμε από το σύνδρομο της ακινησίας το οποίο μας φέρνει σε σύγκρουση όχι μόνον με τov κόσμο μας, αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό; Γιατί η Ελλάδα έχει γίνει μια περίπου χώρα, περίπου ευρωπαϊκή, περίπου βαλκανική, περίπου μεσογειακή, περίπου σύγχρονη, περίπου ελληνική; Και τι θα πουν όλα αυτά;

Το 1832 όταν αποβιβάσθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας στο Ναύπλιο, το αίτημα ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου, για την εποχή του, κράτους. Το 1909 όταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απευθύνθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, το αίτημα ήταν το ίδιο. Το 1974 όταν κατέρρευσε η δικτατορία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποβιβάσθηκε στο Ελληνικό με στόχο τη δημιουργία μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Το 1979 υπέγραψε τη συνθήκη ένταξης στην τότε ΕΟΚ θεωρώντας πως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλισθεί ο εκσυγχρονισμός της χώρας, θυμάστε εκείνο το περίφημο «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Και το άλλο: «θα τους ρίξω στο νερό και θα μάθουν να κολυμπάνε». Το 1996 ο Κωνσταντίνος Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός με σύνθημα «εκσυγχρονισμός». Αναφέρω μόνον αυτούς που θυμάμαι. Υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Χαρίλαος Τρικούπης. Βρισκόμαστε στο 2016 και ακόμη ψάχνουμε τρόπους για να γίνουμε σύγχρονοι. Αν μη τι άλλο έχουμε σταθερούς στόχους ως Έθνος, γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει.

Τι θα πει εκσυγχρονισμός; θα πει, κατ’ αρχάς τουλάχιστον, κάτι πολύ απλό: είναι η διάθεση και οι προσπάθειες που καταβάλλει μια κοινωνία για να προσαρμόσει την ύπαρξή της στις συνθήκες του καιρού της, να ζήσει δηλαδή στον σύγχρονο κόσμο, ως μέλος του και όχι ως περίεργο γραφικό φαινόμενο που μελετούν οι ανθρωπολόγοι - διότι κι αυτός είναι ένας τρόπος να υπάρξεις στον σύγχρονο κόσμο, δεν αντιλέγω.

Μέσα στα σχεδόν διακόσια χρόνια της σύγχρονης ύπαρξής του το κρατίδιο που έγινε κράτος -πάντα καταχρεωμένο, πάντα στα όρια της πτώχευσης- προσπάθησε εντίμως να προσαρμοσθεί στις συνθήκες του κόσμου του.

Και για να μην κοροϊδευόμαστε: από την πρώτη κιόλας στιγμή που άνοιξε τα μάτια της η ελληνική συνείδηση, τα έστρεψε προς τη Δύση. Αυτός ήταν και παραμένει ο σύγχρονος κόσμος για μας. Ο σύγχρονος κόσμος, για καλό και για κακό, είναι ένας κόσμος που υπάρχει για να μετασχηματίζεται και να μεταμορφώνεται. Επίτηδες δεν χρησιμοποιώ το ρήμα «προοδεύει». Άλλο «πρόοδος», συνεχής βελτίωση, και άλλο «μετασχηματισμός». Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος είναι προορισμένος να «προοδεύει», να βελτιώνεται συνεχώς με άλλα λόγια. Πιστεύω όμως ότι ο κόσμος μας είναι καταδικασμένος να μετασχηματίζεται και να μεταμορφώνεται. Είναι η διαφορά της Αναγέννησης από τον Μεσαίωνα, όπως είναι η διαφορά του δυτικού από άλλους μεγάλους πολιτισμούς, όπως ο κινεζικός ή ο ινδικός για παράδειγμα. Και δεν είναι τυχαίο ότι η Αναγέννηση είχε ως εφαλτήριο την κλασική Ελλάδα, όπου η μεταμόρφωση και ο μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν ταυτιζόταν με την πρόοδο. Πώς το λέει ο Θουκυδίδης; Σήμερα οι'Ελληνες αισθάνονται ασφαλέστεροι, εξασφαλίζουν με μεγαλύτερη ευκολία την τροφή τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν γίνει καλύτεροι άνθρωποι. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι οι Γάλλοι επαναστάτες του 1793 είχαν για πρότυπο τη δημοκρατική Ρώμη, όταν η ιστορία έχει αρχίσει να «προοδεύει», κοινώς να γυρίζει την πλάτη της στο παρελθόν.

Και το κρατίδιο; Η σκωληκοειδής απόφυση της Βαλκανικής; Ενώ καταβάλλει όλες αυτές τις προσπάθειες για να προσαρμοστεί, γιατί παραμένει απροσάρμοστο; Γιατί συμπεριφέρεται σαν κακοφορμισμένος έφηβος που αισθάνεται μονίμως ότι ο κόσμος τον αδίκησε επειδή δεν του έδωσε όσα του χρωστάει επειδή υπάρχει;

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης διάφοροι έλεγαν πως οι ευρωπαϊκές γλώσσες μας χρωστούν λέξεις για τις οποίες οφείλουν να πληρώσουν πνευματικά δικαιώματα. Αν σκεφθείτε ότι τα πνευματικά δικαιώματα παύουν να ισχύουν όταν περάσουν εβδομήντα χρόνια από τον θάνατο του δημιουργού και υπολογίσετε ότι όσοι επινόησαν ή καλλιέργησαν αυτήν τη γλώσσα έχουν πεθάνει πριν 25 αιώνες, αντιλαμβάνεσθε την ισχύ του επιχειρήματος. Αυτό όμως θα πει κακοφορμισμένος έφηβος. Μένει στο σπίτι των γονιών του, τον ταΐζουν και τον ποτίζουν, όμως θέλει και να τον θαυμάζουν και να τον σέβονται επειδή υπάρχει, κι ας έχει σαρανταρίσει και δεν έχει ακόμη βρει τον «επαγγελματικό του προσανατολισμό». Γιατί όμως; Λόγω χαρακτήρος; Είμαστε δύστροποι εμείς οι Ελληνες; Είμαστε για καλό και για κακό;

Αν διατρέξει κανείς το απέραντο τοπίο της ελληνικής ιστορίας, όπως ο μεγαλοφυής Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, και προσμετρήσει τον αριθμό και τη δύναμη των κατακτητών με τον αριθμό και τη δύναμη των κατακτημένων που κατάφεραν να μην αφομοιωθούν, θα συμπεράνει πως μόνον ένας τόσο δύστροπος, σκληρός και ανελαστικός χαρακτήρας θα μπορούσε να το επιτύχει. Με μία διαφορά. Ανά τους αιώνες, οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν να υπερασπιστούν μια γλώσσα, έναν τρόπο ζωής, τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και μια αξιοπρέπεια που ζούσε ακόμη στα ήθη και τα έθιμά τους. Ενώ τώρα υπερασπιζόμαστε τα 4x4, τις μεζονέτες με πισίνα στα βόρεια προάστια και τα δικαιώματα της δημοκρατίας της Μύκονου που στερηθήκαμε. Μένει βέβαια η δυστροπία, ο στρυφνός χαρακτήρας. Αυτόν δεν τον αφήνουμε με τίποτε.

Ο Εντμόν Αμπού, γάλλος περιηγητής, συγγραφέας του περίφημου Ο Βασιλεύς των Ορέων, περιγράφει στα Απομνημονεύματά του από το ταξίδι του στην Ελλάδα τού 1850 ένα επεισόδιο στη Μεσσηνία. Η οικογένειά του στη Γαλλία έφτιαχνε μετάξι κι όταν έφτασε σε ένα χωριό και είδε πώς γίνεται η παραγωγή του, τους είπε πως αυτός ξέρει έναν τρόπο για να βγάζουν το νήμα στον μισό χρόνο και με πολύ λιγότερο κόπο. Λέει πως ενθουσιάστηκαν. Φώναξε ο γιος τον πατέρα, αυτός τον παππού, τα ανίψια τον θείο και επί δύο μέρες κουβέντιαζαν και επιχειρηματολογούσαν για τη νέα αυτή μέθοδο. Την τρίτη ημέρα την ξέχασαν και συνέχισαν να βγάζουν το μετάξι όπως ήξεραν.

Τι είναι αυτό; Βαρεμάρα; Βλακεία; Δεν το πιστεύω. 

********

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου - Στη χώρα του περίπου (εκδόσεις Μεταίχμιο)

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε στο Παρίσι συγκριτική λογοτεχνία , θεατρολογία και ανθρωπολογία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το 1985 εξέδωσε με τον Μάνο Χατζιδάκι το πολιτιστικό περιοδικό Το Τέταρτο. Έχει εργαστεί στον εκδοτικό χώρο και διατηρεί στήλη χρονογραφήματος στην εφημερίδα Καθημερινή.