Στέφανος Δάφνης - «Η Τζένη παραθερίζει»

18.08.2019
Στέφανος Δάφνης - «Η Τζένη παραθερίζει»

Κείνο το καλοκαίρι, στην ηλεκτροφώτιστη λουτρόπολη, η μικρούλα Τζένη έφερνε την ομορφιά των δεκάξι της χρόνων, την πρώιμη κοκεταρία της, τ’ ασημένιο της γέλιο.

Έφερε όμως και τη δασκάλα της, που ήταν, όπως όλες οι Εγγλέζες μίσσες, ψηλή, ξεραγκιανή και σεμνότυφη σαν ξουρισμένος πάστορας.

Λουτρά θα έκαναν μόνο η μαμά της, η κυρία Χατζηγιάννη και η θεία της―άλλη γεροντοκόρη αυτή― που είχαν πιαστεί από την τανάλια της αρθρίτιδας.

Η Τζένη και η μις Γουότσον θα έκαναν μόνο εκδρομές στα γύρω, θα ψάρευαν σπάρους με το καλαμίδι και θα διάβαζαν τους τόμους του «Τιτ-Μπιτς» και άλλων περιοδικών, που τους φύλαγαν από τον περασμένο χειμώνα.

Η οικογένεια Χατζηγιάννη επήρε τα καλύτερα δωμάτια του ξενοδοχείου, στο πρώτο πάτωμα, με τη βεράντα ανοιχτή στη θάλασσα.

Εκεί η Τζένη, ξαπλωμένη σε μια σεζ-λογκ, άκουγε τη δασκάλα της να διαβάζει και να εξηγεί την ατέλειωτη «Ιστορία της Αγγλίας». Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να χασμουρηθεί, άκουσε μια φωνή από κάτω, από το δρόμο:

― Αγωγιάτη θέλετε, κυρίες;… Έχουμε ζα καλά, βασταγερά… ξέρουμε όλα τα κατατόπια…

Η Τζένη σηκώθηκε κι ήρθε στη ράμπα. Κείνος που μιλούσε ήταν ένας νέος χωριάτης, έφηβος ακόμη, ντυμένος με τη ντρίλινη φορεσιά του τόπου. Έστεκε ταπεινά, κρατώντας με το ‘να χέρι το κασκέτο του και με τ’ άλλο το σκοινί ενός γαϊδάρου. Κοιτάζοντας επάνω, περίμενε την απάντηση. Ήταν όμορφο αγόρι, μελαχρινό, με μάτια σα μαύρα κεράσια και μαλλιά σγουρά…

Στο μυαλό της Τζένης άστραψε μια ιδέα.

― Είσαι αγωγιάτης… συστηματικός; ρώτησε.

Ο έφηβος χαμογέλασε. «Νούκου τε καταλάβ», μουρμούρισε αρβανίτικα, σηκώνοντας τους ώμους.

― Δηλαδή, σε ξέρουνε στο ξενοδοχείο; εξήγησε η κοπέλα.

― Εμένα;… Ρωτήστε! Ο Μήτσος, πέστε… Ούλο το χωριό με ξέρει… Έχουμε πάντα ζα εμείς!…

Η μις Γουότσον είχε διακόψει την ανάγνωση, και θυμωμένη στριφογύριζε στο πλιαν της.

― Τι θα κάνεις, Τζένη; ρώτησε η κυρία Χατζηγιάννη την κόρη της.

― Δεν είπαμε ν’ ανεβαίνουμε στα βουνά, μαμά; Λοιπόν κοιτάχτε (έδειξε τους λόφους πίσω από το χωριό.) Πώς θ’ ανεβαίνουμε αυτά τα κατσάβραχα;… Θα πάρω αγωγιάτη.. Πάω να ρωτήσω το Μετρ ντ’ Οτέλ, αν τόνε ξέρει αυτόνε.

Ύστερ’ από λίγο, η Τζένη ήταν στο δρόμο. Δροσερή μέσα στην πρωινή αλαφριά τουαλέτα της, χάιδευε τη ράχη του ζώου και κουβέντιαζε με το μικρό αγωγιάτη: Ναι, είχαν πάρει καλές πληροφορίες.

Ο Μήτσος ήταν «γαϊδουριάρης» επιδέξιος. Αν και σχεδόν παιδί ακόμη, ήξερε όλα τα μονοπάτια, όλες τις κακοτοπιές και τα διάσελα…

Πρώτα, τη δουλειά αυτή την έκαναν ο πατέρας του κι ο μεγάλος αδερφός του. Μα ο αδερφός του σκοτώθηκε στον Πόλεμο, ο πατέρας είχε γεράσει πια, τώρα πήρε τα ζωντανά αυτός και κυβερνούσε το σπίτι.

«Αυτός πια είναι ο οικογενειάρχης, κυρία Χατζηγιάννη, είχε πει ο μετρ στη μητέρα της Τζένης. Είναι γνωστικό παιδί, δε μοιάζει τ’ άλλα, τ’ αρβανιτόμουτρα,… παρντόν!… Μπορείτε να ‘χετε απόλυτη εμπιστοσύνη.»

* * *

Την άλλη μέρα, πρωί, η Τζένη με τη δασκάλα της θα ‘καναν πρώτη εκδρομή στο Μεγάλο Χωριό, τον ανήφορο…

Ντύθηκαν, ετοιμάστηκαν. Η Τζένη φόρεσε την άσπρη της λινέτα, την ιταλική της ψάθα, η μις Γουότσον ντύθηκε σαν Άγγλος εντομολόγος που βγαίνει να πλουτίσει τη συλλογή του και περίμεναν κάτω από το υπόστεγο του ξενοδοχείου…

Και να ο Μήτσος. Ήρθε, σέρνοντας δυο γαϊδαράκους σήμερα: το χτεσινό κι άλλον ένα, όμοιο.

Είναι αδέρφια, εξήγησε σοβαρά. Ο Μπουρίκος κι ο Γιουρντής. Είναι μπινιάρια.

Η Εγγλέζα καταλάβαινε λίγο τα ρωμέικα, μα αυτή τη λέξη την άκουγε πρώτη φορά.

― «Γοτ χι σέι;» («Τι λέει;») ρώτησε τη Τζένη.

Μα ούτε η Τζένη ήξερε, και τότε ο Μήτσος, περήφανος για τις γνώσεις του, εξήγησε ότι τα γαϊδουράκια ήταν δίδυμα, διχρονίτικα κι αγαπημένα. Ποτέ δε μάλωσαν σε ξένο αχερώνα, γιατί, απλούστατα, ο αχερώνας ήταν… δικός του, κι όλο το θυμάρι του βουνού.

Ο αγωγιάτης ήταν ξυπνός, σβέλτος, έκανε μάλιστα ξεχωριστή εντύπωση στην Εγγλέζα, γιατί είπε πως της θύμιζε ένα αρχαίο άγαλμα, του Λυσίππου, που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Και τον κοίταζε με τα σταχτιά της μάτια, αρματωμένα με στρογγυλά ματογυάλια, περασμένα στ’ αυτιά.

Ο Μήτσος τις βοήθησε να καβαλικέψουν, πρώτα τη δασκάλα, έπειτα τη Τζένη. Κάνοντας το δεξί του χέρι σκάλα, την έπιασε με τ’ αριστερό από τη μασκάλη και χοπ! η Τζένη βρέθηκε μ’ ένα ανασήκωμα στη ράχη του Μπουρίκου. Για τη μις Γουότσον χρειάστηκε περισσότερη δουλειά, μα τέλος το βρετανικό της υποκείμενο κατόρθωσε να θρονιαστεί στο σαμάρι του Γιουρντή.

― Εσύ, Μήτσο; ρώτησε μ’ ενδιαφέρον η Τζένη.

― Εγώ; με τούτα! Έδειξε με τη λιανή βέργα τα πόδια του και ξεκίνησαν. Η κυρία μητέρα και η κυρία θεία παρακολουθούσαν το ξεκίνημά τους από τη βεράντα κι έριχναν συμβουλές:

― Τζένη, φρόνιμα!… Μις Γουότσον, γκουτ μπάι!…

Από τις άλλες βεράντες κι από τα παράθυρα, άλλοι παραθεριστές εκοίταζαν το πρωινό θέαμα, που είχε αρκετή γραφικότητα και άκουγαν τα γέλια της μικρής Τζένης, τις διαβεβαιώσεις της δασκάλας και τα ξεφωνητά του Μήτσου:

― Άι, Μπουρίκο!…Άι, Γιουρντή!… Λά’ξ!… λά’ξ!…

Πήραν το μονοπάτι, ανάμεσα στα τελευταία σπίτια του χωριού και στρίψανε, ανηφορίζοντας. Περνούσαν μέσ’ από ελιές, συκιές, μυγδαλιές, αφήνοντας δεξιά κι αριστερά καταπράσινα αμπέλια, με τις δραγασιές τους και την άσπρη σημαιούλα ψηλά, να τρεμοπαίζει στο καλάμι του δραγάτη. Κάποια συννεφάκια μαλάκωναν την πύρα του ήλιου. Πουλάκια του Θεού, κορυδαλλοί ένα πλήθος, ανέβαιναν κελαηδώντας στο πρωινό φως. Μοσκοβολούσε γύρω το φλισκούνι, η αλυγαριά, η ανθισμένη κάπαρη…

Τα γαϊδουράκια σκαρφάλωναν στο στριφτό δρόμο, κι ο αγωγιάτης ακολουθούσε πατώντας στέρεα με τα χοντρά του παπούτσια, όλο καρφί και βιδέλο. Ήταν ευχαριστημένος που βρήκε τέτοιο αγώγι, και σφύριζε και παρακινούσε τα ζα του. Πότε πότε συναπαντιόταν με άλλους χωριανούς, που κατέβαιναν στο γιαλό, με τα ζα τους φορτωμένα φρούτα.

«―Τσε μπεν, ωρέ Μήτσο;»

«―Μιρ.» «―Πάντα μιρ!»

Αντιχαιρετιόνταν σοβαροί και προσπερνούσαν. Η Εγγλέζα έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα, ακούγοντας τη γλώσσα των αρχαίων Πελασγών και τότε η Τζένη, για να την πειράξει, έλεγε στο Μήτσο πως θ’ αφήσει τ’ Αγγλικά για να μάθει τ’ αρβανίτικα, και πως θα τον πάρει δάσκαλό της, κι όλο ρώταγε το ‘να και τ’ άλλο. Η δεκαεξάχρονη καρδιά της πετούσε σαν πουλί, μέσα σε κείνη τη χλωρασιά…

Φτάσανε στο Μεγάλο Χωριό, ξεπέζεψαν, κάθισαν στο μαγαζάκι, ήπιαν φρέσκο γάλα, ξεκουράστηκαν. Ο Μήτσος, στο πηγάδι, πότιζε τα ζα του…

Στο γυρισμό, η μέση της Εγγλέζας έπαθε συφορές. Άμα φτάσανε στο ξενοδοχείο, εδήλωσε πως θα πάρει μπάνιο και θα πέσει στο κρεβάτι της. Την άλλη μέρα, συμπλήρωσε τη δήλωσή της, λέγοντας πως δεν της άρεσε καθόλου το σπορτ αυτό και ότι προτιμούσε να μένει στη βεράντα να κοιτάει τη θάλασσα. «Τη θάλασσα που αρχίζει από παντού, μα τελειώνει στην Αγγλία!»

* * *

― Μήτσο, θα πάμε μόνοι μας σήμερα στον περίπατο, είπε την παραπάνω μέρα η Τζένη στο μικρόν αγωγιάτη. Η «κυρά δασκάλα» είναι άρρωστη.

Ο Μήτσος πήγε να πετάξει από τη χαρά του, μα σα γνωστικό παιδί έκρυβε το συναισθήματά του κι ετοίμαζε τα ζα του και τα σαμάρια του. Τώρα θα πήγαινε κι αυτός καβάλα, πλάι σε κείνο το πλουσιοκόριτσο, που ήταν ―Παναγία μου!― τόσο όμορφο, τόσο καταδεχτικό, που δεν του φερνότανε σαν κυρά, μα σαν… πώς να το πει;.. να, σαν ξαδέρφη του!…

Όταν σε λίγο ξεκίνησαν, θαρρούσες πως και τα δυο γαϊδουράκια, τα «μπινιάρια», καταλάβαιναν κι αυτά την κρυφή χαρά του μικρού τους αφέντη, και βάλθηκαν να γίνουν Πήγασοι φτερωτοί.

― Γιατί τρέχουν έτσι σήμερα; ρωτάει η Τζένη.

― Να, γιατί χαίρονται, κυρία Τζένη, απαντάει ο ευτυχισμένος Μήτσος.

Λοιπόν, σήμερα ο Μήτσος έκανε θάματα: Σκαρφάλωσε σε μια θεόρατη συκιά, κι έκοψε μεταξόσυκα και τα πήγε της μικρής του κυρίας, επάνω σε πλατιά φύλλα, κει που ήταν καθισμένη, κοντά στην πηγή, και τον περίμενε…

Της έκοψε μύγδαλα αφράτα, να τα τραγανίσει με τ’ άσπρα της δοντάκια…

Της έφερε κι έναν πετροκάβουρα ―κοίτα, καλέ!― που τον έπιασε ζωντανό στο ρυάκι, ανάμεσα στα βότσαλα και στα ούμβρυα…

Στο τέλος, ο Μήτσος κάθισε παράμερα και την κοίταζε…

Την κοίταζε σιωπηλός, όλος μάτια, με το κασκέτο στο χέρι…

― Μήτσο, έλα πιο κοντά, γιατί κάθισες εκεί;

Κείνος δειλιάζει, τα χάνει: «―Ε, να προσέχω τα ζα», λέει τάχα, μα κοντοζυγώνει και κάθεται στα χόρτα…

― Μήτσο… θα με μάθεις, λοιπόν, αρβανίτικα;… Πώς το λένε το λουλούδι;

― Λιούλιε.

― Και το σταφύλι;

― Ρους.

Στέκεται μια στιγμή, κι ύστερα θεότρελη:

― Κι αν θέλουμε να πούμε… (τόνε κοιτάζει από κοντά, στα δυο κεράσια των ματιών), να πούμε: σ’ αγαπώ:…

Τα δυο κεράσια λάμψανε, σα χτυπημένα από ξαφνικόν ήλιο.

― Τε ντούα σα τι βντες! είπε ζωηρά.

― Τόσο πολύ είναι; γέλασε η Τζένη.

― Μα θα ‘πει: σ’ αγαπώ ως να πεθάνω!

Η Τζένη άφησε τα γέλια τώρα. Σώπασε κι έμεινε συλλογισμένη… Μέσα στη λαγκαδιά, δεν ακούγονταν παρά η νεροσυρμή που κατηφόριζε στα χαλίκια της ρεματιάς.

Άξαφνα, η Τζένη σηκώθηκε:

― Μήτσο, να πάμε! Να γυρίσουμε! διάταξε το νεαρό αγωγιάτη.

Περνάει γρήγορα ο καιρός, οι βδομάδες. Οι περίπατοι αραιώνουν… Κοντεύει να τελειώσει η σεζόν.

Άξαφνα, να πάλι, που την Εγγλέζα την πιάνουν οι ιδιοτροπίες της και αρνιέται να συντροφεύει τη μαθήτρα της. Η Τζένη αποφασίζει να πηγαίνει πάλι μόνη.

Είναι οι πρώτες χινοπωριάτικες μέρες. Ξεκινάνε.

Όμως παράξενο: Σήμερα ο Μήτσος δε μοιάζει χαρούμενος. Είναι λίγος καιρός τώρα που ακολουθεί σιωπηλός, δε σφυρίζει σαν πρώτα, και στις ερωτήσεις της Τζένης απαντάει με λίγα λόγια…

Σήμερα παίρνουν άλλα μονοπάτια, ανηφορίζουνε σ’ άλλο διάσελο, ξεμοναχιάζονται.

―Τι ‘ναι κει; ρωτάει σε μια στιγμή η Τζένη, δείχνοντας κάτι σκοτεινό στ’ αστήθι του βουνού.

Ήταν ένα σπήλαιο με σταλαχτίτες. Η περιέργειά της κεντήθηκε ζωηρά. Θέλησε να το δει. Ξεπέζεψαν.

Ο Μήτσος έδεσε τα ζα σ’ ένα δέντρο και ανέβηκαν. Στο στόμα της μικρής σπηλιάς η Τζένη στάθηκε θαμπωμένη από το εξαίσιο θέαμα. Μα ήταν κουρασμένη πια και κάθισε. Ο Μήτσος έστεκε ορθός αντικρύ της και την κοίταζε.

Αν τα μάτια της μικρής ασυλλόγιστης δεν ήταν σκλαβωμένα από τους σταλαχτίτες, θα ‘βλεπαν πως ο μικρός αγωγιάτης είναι πολύ αλλιώτικος, χλωμός και πως τα μάτια του βγάζανε φλόγες.

― Μήτσο, πώς το λένε το μέρος τούτο; ρωτάει χωρίς να τόνε βλέπει.

― Σπηλιά του Καρίπη.

― Τι ήταν ο Καρίπης αυτός; Λέγε μου. Γιατί δε μιλάς σήμερα;

― Ο Καρίπης ήτανε ληστής… Μια μέρα, έκλεψε ένα κορίτσι, που δεν του το ‘διναν και το ‘φερε δω… Μα στερνά, ήρθαν οι δικοί της αρματωμένοι, τόνε κλείσανε στη σπηλιά και τόνε σκοτώσανε.

Τόνε κοιτάζει σαστισμένη.

― Και… το κορίτσι;

― Πρόφτασε κείνος και το ‘σφαξε, απαντάει σιγά.

Γίνεται σιωπή. Άξαφνα, ο Μήτσος ορμάει και πέφτει στα γόνατα, της πιάνει τα χέρια, τα πόδια, και της τα φιλεί γρήγορα, της φιλεί το φουστάνι, κάνει σαν τρελός:

― Αχ, Τζένη, τε ντούαI φωνάζει κλαίγοντας, τε ντούα σα τι βντες!

Τρομάρα την έπιασε, πετάχτηκε ορθή. Ο έφηβος στέκεται έτσι, γονατισμένος, με το κεφάλι στο χώμα, και τρέμει.

― Καλά, Μήτσο… καλά… Πάμε τώρα!… πάμε!… αργήσαμε… Θα φωνάζει η μαμά… σήκω, σε παρακαλώ, πάμε!…

Την ακολουθεί σαν αρνάκι. Καβαλικεύουν και φεύγουν. Στο δρόμο δε μιλούν. Και η μικρή φιλάρεσκη δε βλέπει την ώρα να φτάσει στο Ξενοδοχείο.

* * *

Ήταν η τελευταία εκδρομή της Τζένης αυτή. Ετοιμάζονται πια να φύγουν για το σπίτι τους, για την Αθήνα. Η Τζένη είναι όλη χαρά, γιατί θα ξαναβρεί τον κόσμο της: τις φιλενάδες της, το τένις, το Ωδείο…

Αμ ο Μήτσος. Αυτός όλη τη νύχτα έστεκε σε κείνο το λόφο και κοίταζε τα φωτισμένα παράθυρά της. Το πρωί, παίρνει το Μπουρίκο του και πάει τάχα να βρει αγώγι, στην ταχτική του θέση, πίσω από τον κήπο του ξενοδοχείου.

Το παπόρι ήρθε· τα μπαούλα είναι φορτωμένα στη βάρκα· η παραλία ανάστατη. Η μαμά, η θεία, η δασκάλα είναι έτοιμες και φωνάζουν τη Τζένη:

― Τζένη! Τζένη!… πού είσαι;…

Μα η Τζένη είναι κοντά στο Μήτσο, σε κείνη την ερημική γωνιά. Τόνε βλέπει που στέκεται άλαλος, χλωμός, με το κασκέτο στο χέρι, και τόνε λυπάται. Δε βρίσκει λέξη να του πει. Χαϊδεύει τα γαϊδουράκι και τόνε κοιτάει…

Άξαφνα, ακούγεται το σφύριγμα του παποριού. Η Τζένη σκύβει γρήγορα, φιλεί το Μπουρίκο στο κούτελο, «αντίο!» και φεύγει. Κάνει τρία βήματα και γυρίζει. Με την ίδια ορμή, αρπάζει το κεφάλι του Μήτσου και τόνε φιλεί στο μέτωπο.

― Αντίο, Μήτσο! Αντίο!

Και η αλαφριά σιλουέτα της χάνεται φτερωτή κατά το λιμάνι, στη βάρκα.

Φεύγουν. Η Τζένη κάθεται στη πρύμνη και τ’ αεράκι της ανεμίζει τη σάρπα.

Αυτόν το Μήτσο να τόνε κλαίτε. Είναι χαμένος άνθρωπος.

 

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Το Μπουκέτο», τόμος 11, τεύχος 545, 9 Αυγούστου 1934

πηγή: sarantakos

dafnis.jpg

Ο Στέφανος Δάφνης (Άργος, 1882 - Αθήνα, 14 Ιουλίου 1947 ήταν Έλληνας ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το πραγματικό του ονοματεπώνυμο ήταν Θρασύβουλος Ζωιόπουλος. Οι γονείς του ήταν φτωχοί γεωργοί. Ο πατέρας του ήταν από το Ναύπλιο και η μητέρα του από το Άργος. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην ελληνική πρωτεύουσα το 1907. Δίδαξε Μαθηματικά σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εν συνεχεία διορίστηκε τμηματάρχης στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Παράλληλα, αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως οι "Ακρόπολις", "Αθήναι", "Νέοι Καιροί" και άλλες. Η σύζυγός του, Αιμιλία Κούρτελη (1887-1941), ήταν επίσης ποιήτρια, γνωστή ως Αιμιλία Δάφνη.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή δημοσιεύτηκε το 1911 και τιτλοφορείται "Ο ανθισμένος δρόμος" και ακολουθήθηκε πολλά άλλα έργα, μεταξύ των οποίων και τα 12 σονέτα του ("Ο κύκλος της χαράς και του πόνου"). Πολλά από τα διηγήματά του, όπως "Ο ονειροκρίτης", "Αίμα στον κάμπο", "Το αγρίμι", "Ο ξένος των Χριστουγέννων", "Φρυκτωρία", "Ο Αρχάγγελος" έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο της εποχής του. Έγραψε και θεατρικά έργα, όπως "Το Αγριογούρουνο", το μονόπρακτο "Της φυλακής" και το ερωτικό δράμα "Το τραγούδι της καρδιάς".

CoverPhoto: Μανούσος Χαλκιαδάκης