Ο λατερνατζής της Αιόλου

12.02.2014
Ο λατερνατζής της Αιόλου

Κάνει δυο τελευταίες ρουφηξιές, πετά τη γόπα σ ένα υπόνομο και συνεχίζει. Το διάλειμμα κρατά λίγο. «Υπάρχει αναδουλειά», μου εξηγεί και δείχνει τα λίγα κέρματα μέσα στο ψάθινο κουτί. Η Αιόλου μπαίνει και πάλι στους ρυθμούς της λατέρνας του Νίκου. Οι περαστικοί που περνούν από δίπλα σιγοτραγουδούν «γαρύφαλλο στ' αυτί».

Τα χρόνια πέρασαν, αλλά τα τραγούδια που σε συντροφεύουν μια ζωή δεν ξεθωριάζουν. Ακόμα κι αν γεννήθηκες σε άλλη εποχή. «Βοηθά ότι το όργανο δεν φαλτσάρει κιόλας. Κάθε τι θέλει το μεράκι του. Κάθε χρόνο η λατέρνα χρειάζεται τον γιατρό της. Αν την αφήσεις, σε 5-6 χρονάκια τα 'καρφάκια' της θα χουν διαλυθεί και ο ήχος θα είναι κατεστραμμένος».

«Πολλοί δεν νοιάζονται, μη νομίζεις», μου λέει. Εκείνος «παιδί του δρόμου», έχει μάθει να εκτιμά ό,τι έχει. «Την αγόρασα το 1995. Παλιά ήμουν πλανόδιος πωλητής, μέχρι που μου πήρε την πραμάτεια η δημοτική αστυνομία». Τότε ακόμα όμως υπήρχαν πολλά επαγγέλματα «έξω».

«Σκέψου τότε δούλευαν 100 λατερνατζήδες. Τώρα στην Αθήνα έχουμε μείνει 3 και σ' όλη την Ελλάδα 10. Βρήκα λοιπόν σύντομα την άκρη». Ό,τι λεφτά είχε μαζέψει τα έδωσε «σ' έναν γνωστό που έβγαινε από το κουρμπέτι. Είχε αποφασίσει να πουλήσει την λατέρνα. Την πήρα με 2 εκατομμύρια δραχμές».

Στα 42 του, ο Νίκος δεν έχει τις ίδιες αντοχές. «Μου φαίνεται πια ότι σπρώχνω 100 κιλά, νιώθω σαν εξηντάρης». Δεν έχει όμως κι άλλη διέξοδο. «Σκέφτηκα να την αφήσω, να την πουλήσω κάπου, αλλά δεν μου πάει η καρδιά. Το αγάπησα το όργανο μ' αγάπησε κι αυτό. Από αυτό τρώω ψωμί κι από αυτό θα συνεχίσω, άλλωστε έχουμε περάσει πολλές ωραίες στιγμές».

Κάποιες από αυτές τις κράτησε. «Έχω βγάλει φωτογραφίες με τον Ρεχάγκελ, με πολιτικούς. Τους προκαλούσε ενδιαφέρον το επάγγελμα». Έχει γνωρίσει όμως και την άσχημη όψη του νομίσματος. «Κάποτε με 'πιάσαν τρεις σ' ένα στενό, μ ' έκλεψαν και μ΄ έδειραν. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έφαγα ξύλο. Τα χρήματα τους τα έδωσα, τι άλλο ήθελαν;»

Παρόλα αυτά δεν αποθαρρύνεται, κάθε μέρα η λατέρνα του πηγαίνει πάνω κάτω την Αιόλου και την Ερμού. «Μαζεύω ένα εικοσάρικο τη μέρα. Δεν βγάζω πολλά, ίσα-ίσα συντηρούμαι». Με τα ίδια λεφτά, προσπαθεί να φροντίσει δυο παιδιά και το σπίτι του στο Νέο Κόσμο. «Ευτυχώς δεν πληρώνω νοίκι, είναι ιδιόκτητο».

Στην λατέρνα έχει 9 τραγούδια. «Τα μισοφόρια, τη φαληριώτισσα, γαρύφαλλο στ' αυτί...». Συνολικά υπάρχουν 300. «Είχαν προβλέψει οι παλιοί κι είχαν φτιάξει αρκετά. Παλιά που ήμασταν περισσότεροι στην πιάτσα, φροντίζαμε ο καθένας να έχει διαφορετικό ρεπερτόριο».

Η Αθήνα είναι το σπίτι του, όμως στεναχωριέται που τη βλέπει να παρακμάζει. «Κάποτε έλεγα ότι πιάσαμε πάτο, αλλά βλέπω κόσμο στο δρόμο, στην εξαθλίωση. Πολλοί από αυτούς πέφτουν στα ναρκωτικά. Εύχομαι μονάχα να μην φτάσω σε αυτό το σημείο».

Όσο η λατέρνα και τα πόδια του τον κρατούν, «ξέρω ότι θα ζω με αξιοπρέπεια. Διότι πολλά μπορείς να στερηθείς, όχι όμως την αξιοπρέπεια φίλε μου»...

Κώστας Παπαντωνίου

Πηγή: 3pointmagazine.gr