Ο ξενοφοβικός μας εγκέφαλος

17.02.2014
Ο ξενοφοβικός μας εγκέφαλος

Από την εποχή που ο Πλάτων στον «Θεαίτητο» χώρισε τους ανθρώπους σε Αθηναίους και Βαρβάρους έως τις πιο «επιστημονικές» προσπάθειες εξήγησης της φυλετικής διαφοροποίησης, οι ειδικοί δεν κατάφεραν ποτέ να συμφωνήσουν σε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό τού τι είναι μια ανθρώπινη «φυλή» και ποια είναι τα ασφαλή κριτήρια (βιολογικά, ιστορικά ή ανθρωπολογικά;) βάσει των οποίων μπορούμε να την προσδιορίσουμε.

Το γεγονός ότι, επί αιώνες, η επιστήμη αναζήτησε πυρετωδώς αλλά δεν κατάφερε να βρει μια κοινά αποδεκτή ταξινόμηση των ανθρώπινων πληθυσμών, οφείλεται πιθανότατα στη θεμελιώδη βιολογική ενότητα του ανθρώπινου είδους και άρα στην ανυπαρξία διακριτών ανθρώπινων «φυλών». Ενα κάθε άλλο παρά αυθαίρετο συμπέρασμα που, όπως θα δούμε, επιβεβαιώνεται και από τις πιο πρόσφατες έρευνες με αντικείμενο τις γονιδιακές και νευροεγκεφαλικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του ανθρώπινου είδους.

Αναζητώντας το βιολογικό υπόστρωμα των ρατσιστικών προκαταλήψεων 

Αν, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά τα τελευταία χρόνια, οι εκδηλώσεις της ξενοφοβίας και τα καταστροφικά φαινόμενα του ρατσισμού εντείνονται σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης, τότε κάθε άλλο παρά αδιάφορο είναι να κατανοήσουμε πώς η σύγχρονη επιστημονική σκέψη επιχειρεί να εξηγήσει τη διαχρονική και επίμονη παρουσία αυτών των οδυνηρών φαινομένων στην ανθρώπινη ιστορία.

brain2222

Μάταια θα αναζητούσε κάποιος τα «γονίδια» της ρατσιστικής συμπεριφοράς, αφού ουδείς άνθρωπος γεννιέται ρατσιστής. Αντίθετα, όπως πρόθυμα θα επιβεβαίωναν οι ρατσιστικά απροκατάληπτοι γονείς και παιδαγωγοί, ήδη από την πιο τρυφερή μας ηλικία εκδηλώνουμε αυθόρμητα την έμφυτη περιέργεια και τη φυσική προδιάθεση να γνωρίσουμε τους «άλλους», όσους δηλαδή διαφέρουν εμφανώς από εμάς. Η δυσπιστία και ο φόβος απέναντι στους «ξένους», στους φαινομενικά «διαφορετικούς» συνανθρώπους μας εκδηλώνονται αργότερα ως συνέπεια της αγωγής και των, ενίοτε τραυματικών, εμπειριών που συσσωρεύονται κατά την κοινωνικοποίησή μας. Πώς θα μπορούσαμε ή, έστω, πώς θα έπρεπε να εξηγήσουμε αυτά τα τόσο επίμονα και διάχυτα συναισθήματα του φόβου, της δυσπιστίας ή της προκατάληψης απέναντι στους «άλλους»;

Υπάρχει άραγε μια ικανοποιητική γονιδιακή-εξελικτική ερμηνεία ή τουλάχιστον μια νευροψυχολογική-εγκεφαλική εξήγηση για το τσουνάμι ρατσιστικών αισθημάτων, που στις μέρες μας εκδηλώνονται μαζικά και απροκάλυπτα όχι μόνο στους κακόφημους δρόμους των μεγαλουπόλεων και στους χώρους εργασίας, αλλά και στις σχολικές αίθουσες; 

Η αδιαφάνεια των φυλετικών διακρίσεων στο ανθρώπινο είδος

Με περισσή ευκολία διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες ή φυλές, με βάση κάποια ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά, κοινά στην κάθε φυλετική ομάδα. Μήπως δεν είναι αλήθεια, όπως υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα αρκετοί ερευνητές (ανατόμοι, γενετιστές, ανθρωπολόγοι), ότι οι άνθρωποι διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τα ανατομικά χαρακτηριστικά τους: στο χρώμα του δέρματος, στο ύψος, στα μαλλιά, τα μάτια και στις ποικίλες κρανιοσκοπικές μετρήσεις; Κανείς δεν θα συνέχεε ποτέ έναν Εσκιμώο με έναν Αφρικανό, έναν Κινέζο με έναν Ευρωπαίο!

Στη θεωρία, φαίνεται εύλογο και ενδεχομένως αρκετά απλό να ταξινομούμε τους ανθρώπινους πληθυσμούς σε διαφορετικές «φυλές». Οι πραγματικές δυσκολίες ανακύπτουν μόλις αναγκαστούμε να προσδιορίσουμε τα ταξινομικά μας κριτήρια, δηλαδή τα συγκεκριμένα, μοναδικά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων επιβάλλεται να διαχωρίζουμε το ανθρώπινο είδος σε επιμέρους ανθρώπινες φυλές.

Πράγματι, αφού ολοκληρώσουμε την ταξινόμηση των ανθρώπινων πληθυσμών σε διαφορετικές φυλές, σχεδόν αμέσως διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές και στο εσωτερικό της κάθε μεμονωμένης φυλής. Για παράδειγμα, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των λευκών Ευρωπαίων διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το αν είναι Βόρειοι ή Μεσογειακοί και το ίδιο ακριβώς ισχύει για τους Ασιάτες ή τους Αφρικανούς. Και μάλιστα εμφανείς «φυλετικές» διαφορές παρατηρούνται ακόμη και στο εσωτερικό της κάθε μεμονωμένης ανθρώπινης φυλής που ζει στην ίδια γεωγραφική περιοχή!

Ενώ λοιπόν από γενετικής απόψεως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι (και ευτυχώς!), από μια ανθρωπολογική και ηθική σκοπιά θα έπρεπε προφανώς να θεωρούνται όλοι ίσοι. Και αυτή η απίστευτη γενετική, μορφολογική και πολιτισμική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δεν εξηγείται βέβαια ούτε με απλοϊκές επιστημονικές αναγωγές ούτε με ύποπτα κοινωνικά ιδεολογήματα, όπως τα μυθεύματα περί «αρίας φυλής» ή περί «κατώτερων ανθρώπινων φυλών».

Μήπως τελικά ο ακριβής βιολογικά ορισμός της ανθρώπινης φυλής είναι πρακτικά ανέφικτος επειδή η ίδια η επιστημονική έννοια της ανθρώπινης «φυλής» ή «ράτσας» είναι ανυπόστατη;

Τα σαθρά γονιδιακά θεμέλια του ρατσισμού

Πράγματι, κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα οι ειδικοί άρχισαν να προσφεύγουν ολοένα και πιο συχνά στη συγκριτική και στατιστική ανάλυση του ανθρώπινου DNA θεωρώντας ότι σε τελευταία ανάλυση τα γονίδια είναι υπεύθυνα για τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Μία από τις πρώτες συστηματικές μελέτες πραγματοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Λιούοντιν (R. Lewontin), διάσημο γενετιστή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αυτός ο ιδιοφυής Αμερικανός βιολόγος κατάφερε, κατά τη δεκαετία του 1970, να επινοήσει μια αποτελεσματική μέθοδο ακριβούς συσχέτισης της ανθρώπινης ποικιλομορφίας με τα ανθρώπινα γονίδια. Κατάφερε δηλαδή να συσχετίσει και να αναλύσει γενετικά τις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών -όπως υπέθεταν τότε- ανθρώπινων φυλών.

Το εντυπωσιακό συμπέρασμα των πρωτοποριακών ερευνών του (οι οποίες μετέπειτα επιβεβαιώθηκαν και από πολλές άλλες ανάλογες έρευνες) ήταν ότι η γενετική ποικιλομορφία μεταξύ διαφορετικών και γεωγραφικά απομονωμένων πληθυσμών είναι ελάχιστη, ενώ η γενετική ποικιλότητα μεταξύ ατόμων του ίδιου πληθυσμού είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη!

Επιπλέον οι μετέπειτα έρευνες της στατιστικής και γεωγραφικής γενετικής, όπως αυτές που πραγματοποίησε ο μεγάλος βιοανθρωπολόγος Λ. Κ. Σφόρτσα (L. C. Sforza) και οι μαθητές του, επιβεβαίωσαν ότι οι διαφοροποιήσεις στη γενετική και ανατομική ποικιλομορφία δεν συμβαίνουν σε γεωγραφικά προκαθορισμένα «πακέτα», δηλαδή σε διαφορετικές φυλές του ανθρώπινου πληθυσμού: περίπου οι ίδιες γονιδιακές παραλλαγές εμφανίζονται σταθερά κατανεμημένες σε όλους τους υπάρχοντες ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.

Τα κοινά βασικά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) βασίζονται προφανώς στην κοινή γονιδιακή κληρονομιά που όλοι μοιραζόμαστε ως ανθρώπινα όντα. Και αυτή η κοινή γενετική κληρονομιά μας εξηγείται προφανώς από την κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.

Αν ωστόσο η ενότητα και η βιολογική «ισότητα» όλων των ανθρώπινων όντων καθορίζονται αποκλειστικά από τα κοινά τους γονίδια, τότε πώς εξηγούνται η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας αλλά και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου όντος;

Η απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα εξαρτάται από την αποκάλυψη των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια και τη συμπεριφορά: από το πώς δηλαδή σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα ο γονότυπος, δηλαδή το σύνολο των γονιδίων του, συνδιαμορφώνει μαζί με το περιβάλλον τον φαινότυπο, δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού. Αποφασιστικός διαμεσολαβητής αυτών των περίπλοκων και πολυεπίπεδων αλληλεπιδράσεων είναι το νευρικό σύστημα, και ειδικότερα ο εγκέφαλος.

Εύλογα λοιπόν στις μέρες μας η επιστημονική έρευνα εστιάζει στον εγκέφαλο, και όχι στα γονίδια, για να αποκαλύψει το βιολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο εγγράφονται και κατόπιν ενεργοποιούνται οι φυλετικές προκαταλήψεις του κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτές οι επίκτητες -δηλαδή μη γενετικές!- εγκεφαλικές εγγραφές των φυλετικών προκαταλήψεων αποτελούν μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την εκδήλωση των ρατσιστικών συμπεριφορών.

Ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας: ο εγκέφαλος ως ξενοφοβική μηχανή

Πώς μπορούμε να εντοπίσουμε έναν ρατσιστή; Η απάντηση σήμερα φαίνεται απλή: «φωτογραφίζοντας» τη δραστηριότητα του εγκεφάλου του! Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Τομπάιας Μπρος (Tobias Brosch), διάσημος καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Στην προκειμένη περίπτωση «φωτογραφίζοντας τη δραστηριότητα του εγκεφάλου» σημαίνει: να παρακολουθεί κάποιος, μέσω της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI), τις μεταβολές της αιματικής ροής και άρα της κατανάλωσης οξυγόνου στις διάφορες περιοχές του εγκεφάλου που δραστηριοποιούνται όταν επιτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία.

Πρόκειται για μια μη επεμβατική απεικονιστική και διαγνωστική τεχνική που χρησιμοποιείται κατά κόρον στις νευροεπιστήμες. Αυτήν ακριβώς την τεχνική χρησιμοποίησε και ο Μπρος στις έρευνές του για τον εντοπισμό των ρατσιστών. Την ώρα που παρουσίαζε σε πολλούς εθελοντές φωτογραφίες ατόμων από διάφορες εθνότητες (διαφορετικού χρώματος και εξωτερικών χαρακτηριστικών), ο ερευνητής παρακολουθούσε μέσω fMRI ποιες εγκεφαλικές δομές των εθελοντών ενεργοποιούνταν όταν οι εθελοντές εκδήλωναν ξενοφοβικές αντιδράσεις.

Συνοψίζοντας ο ίδιος τα αποτελέσματα των ερευνών του στο περιοδικό «Psychological Science» γράφει: « Η διαφορετική δραστηριοποίηση ορισμένων εγκεφαλικών περιοχών που καταγράφηκε όταν οι εθελοντές κοίταζαν ορισμένες φωτογραφίες ξένων ήταν πολύ πιο έντονη στους ρατσιστές παρά στα άτομα χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις»!

Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική νευροεγκεφαλικής απεικόνισης, μια άλλη, εξίσου διάσημη αλλά λιγότερο θορυβώδης, ερευνήτρια, η Ελίζαμπεθ Φελπς (Elizabeth Phelps), γνωσιακή νευροεπιστήμων στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όχι μόνο κατάφερε να εντοπίσει επακριβώς τα εγκεφαλικά σύστοιχα των ξενοφοβικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων, αλλά επιχειρεί και να μετριάσει την επίδρασή τους.

Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η ίδια και οι συνεργάτες της επιχειρούν να αποκαλύψουν τους υποσυνείδητους νευροεγκεφαλικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται άμεσα στην εκδήλωση των ανθρώπινων ξενοφοβικών αντιδράσεων και των ρατσιστικών συμπεριφορών: τη μη συνειδητή τάση μας να προτιμάμε όσους ανήκουν στην ίδια εθνική ομάδα με εμάς, ενώ, αντίθετα, να είμαστε δύσπιστοι ή και εχθρικοί απέναντι σε άτομα από διαφορετικές εθνικές ομάδες (βλ. ειδικό πλαίσιο).

Τέτοιες «υπόρρητες ρατσιστικές προκαταλήψεις», όπως τις αποκαλεί η Ελ. Φελπς, δεν εκδηλώνονται μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικής εθνικής προέλευσης (π.χ. λευκοί-μαύροι), αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας εθνικής ομάδας (π.χ. άντρες-γυναίκες, νέοι-γέροι, ετερο-ομοφυλόφιλοι).

Βλέπουμε λοιπόν ότι οι σημερινές νευροεπιστήμες αρχίζουν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην κατανόηση των εγκεφαλικών προϋποθέσεων της ξενοφοβικής ή και απροκάλυπτα ρατσιστικής συμπεριφοράς. Μια επιστημονική εξέλιξη που ενδέχεται να οδηγήσει στο μέλλον σε νέες τεχνικές αποσιώπησης ή, ενδεχομένως, και επιλεκτικής ενίσχυσης (π.χ. σε περίπτωση πόλεμου) αυτών των αρνητικών αισθημάτων απέναντι στους «ξένους».

Στην πραγματικότητα όμως αυτές οι πρωτοποριακές έρευνες ανοίγουν τον δρόμο για τη διαμόρφωση μιας ολότελα νέας πιο σύνθετης βιοπολιτισμικής θεώρησης των ανθρώπινων σχέσεων, στο πλαίσιο της οποίας οι σημερινές επιμέρους εξελικτικές, γενετικές, νευροβιολογικές και κοινωνιοβιολογικές προσεγγίσεις ίσως καταφέρουν να συνδυαστούν ισότιμα και χωρίς προκαταλήψεις με τις κατακτήσεις των ανθρωπολογικών επιστημών. Μόνο τότε η επιστημονική σκέψη θα αρχίσει να διαφωτίζει το αίνιγμα της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας, η οποία είναι βιολογική και πολιτισμική ταυτόχρονα.

Διεισδύοντας στον εγκέφαλο ενός… ρατσιστή

getFileAr43564chive

 

Θέλοντας να παρουσιάσουμε την πρόσφατη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα νευροψυχολογική προσέγγιση της Ελίζαμπεθ Φελπς, της διασημότερης σήμερα Αμερικανίδας γνωσιακής νευροεπιστήμoνος, μεταφράζουμε μέρος της εκτενούς συνέντευξης που έδωσε πρόσφατα με την ευκαιρία ενός διεθνούς συνεδρίου στην Ιταλία με τίτλο «Neuroscience of Racism».

• Πώς μετριέται στο εργαστήριο η ασυμφωνία ανάμεσα στις έκδηλες ή ρητές και τις άδηλες ή υπόρρητες ρατσιστικές συμπεριφορές;

Οι υπόρρητες προκαταλήψεις μπορούν να αξιολογηθούν μέσω ενός Τεστ Υπόρρητων Συνειρμών (Implicit Association Test), το οποίο μετρά πώς τα άτομα συσχετίζουν αυτομάτως κάποιες αρνητικές ή θετικές αξιολογήσεις με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Αυτό το τεστ μάς παρέχει έναν δείκτη για το πώς διαφορετικά άτομα αποδίδουν θετικές ή αρνητικές ιδιότητες στα λευκά ή έγχρωμα πρόσωπα που βλέπουν… Για να μετρήσουμε τις ρητές προκαταλήψεις καταφεύγουμε στη Σύγχρονη Ρατσιστική Κλίμακα (Modern Racism Scale). Ζητάμε δηλαδή από τους εθελοντές να εκφράσουν λεκτικά αυτό που σκέφτονται για άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες, διαπιστώνοντας έτσι αν ό,τι λένε αντιστοιχεί σε κοινωνικές προκαταλήψεις, οργή ή φόβο. Σε γενικές γραμμές παρατηρούμε ότι οι λευκοί Αμερικανοί συσχετίζουν ταχύτερα μια αρνητική λέξη με το πρόσωπο ενός μαύρου, καθώς και ότι εκδηλώνουν έναν υποσυνείδητο φόβο όποτε παρατηρούν πρόσωπα Αφροαμερικανών, ακόμη και όταν μιλάνε θετικά για αυτά τα άτομα.

• Εχετε προσπαθήσει να εντοπίσετε τις εγκεφαλικές δομές που συνδέονται με τις υπόρρητες ρατσιστικές προκαταλήψεις. Και είστε η πρώτη που απέδειξε ότι άτομα από διαφορετικές εθνότητες ενεργοποιούν διαφορετικές απαντήσεις της αμυγδαλής. Πώς το πετύχατε;

Χρησιμοποιήσαμε τη λειτουργική μαγνητική τομογραφία για να εντοπίσουμε τα νευρολογικά σύστοιχα των υπόρρητων αρνητικών συμπεριφορών απέναντι σε πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες.

Συνδυάζοντας αυτές τις νευροαπεικονιστικές τεχνικές με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις της κοινωνικής ψυχολογίας, δηλαδή με τα τεστ που μόλις ανέφερα, καταφέραμε να δείξουμε ότι οι υπόρρητες ρατσιστικές προκαταλήψεις συνδέονται με μια αυξημένη δραστηριότητα της αμυγδαλής στον εγκέφαλο.

Με άλλα λόγια, η ενεργοποίηση της αμυγδαλής είναι εντονότερη σε εκείνα τα άτομα που είναι φορείς, χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούν, υπόρρητων αρνητικών προκαταλήψεων οι οποίες είχαν μετρηθεί με τη βοήθεια του Τεστ Υπόρρητων Συνειρμών.

• Η δυσπιστία, ο φόβος και γενικά όλες οι αρνητικές στάσεις απέναντι στους ξένους είναι έμφυτες;

Θα έλεγα όχι, σε καμία περίπτωση: οι ρατσιστικές προκαταλήψεις είναι προϊόντα του πολιτισμού μέσα στον οποίο ζούμε, προκύπτουν από το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώσαμε και από τις εμπειρίες που έχουμε βιώσει. Προφανώς, αν μεγαλώσουμε σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν τα κοινωνικά στερεότυπα, και όχι μόνο τα ρατσιστικά αλλά, για παράδειγμα, τα σεξιστικά, είμαστε πιο ευάλωτοι στην αποδοχή των κοινωνικών διακρίσεων. Εξάλλου είναι γνωστό ότι οι προκαταλήψεις μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τους άλλους και τις ίδιες μας τις πράξεις.

Θα ήθελα όμως να καταστήσω σαφές το εξής: οι προκαταλήψεις δεν είναι αμετάβλητες και ο πολιτισμός παίζει αποφασιστικό ρόλο στην πυροδότηση αρνητικών αντιδράσεων απέναντι σε άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές εθνικές ή κοινωνικές ομάδες. Συνεπώς γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ξενοφοβικές προκαταλήψεις μπορούν να τροποποιούνται ή να μετριάζονται, όταν καλλιεργείται ένας πιο πολυεθνικός πολιτισμός.

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

Πηγήhttp://www.efsyn.gr