Ο Καραγατσης αυτοβιογραφείται

14.09.2014
Ο Καραγατσης αυτοβιογραφείται

Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστικλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους "αρμοδίους", όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου.

Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: " Τράβα και σύ Καραγάτση,όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά".

Όπως βλέπετε το κυριότερο γνώρισμά μου είναι η μετριοφροσύνη.

Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πώς, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθητριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδοσυγκρασία μου.

Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην "γυναίκα των ονείρων μου". Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές.

Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα.

Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά ...Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ.Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών...

Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.Πέτρον Χάρην, 'Aγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος.

Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ'Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τορριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί...

Έγραψα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη.

Οι ήρωες μου- Λιάπκιν, Μαρίνα Ρεϊζη και ιδίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι και στέκουν ψηλότερα από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού.

Απορώ πως το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα σχολεία του κράτους, εξίσταμαι πώς η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν με εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της κοντά στον κ.Σπύρο Μελά.

Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους.

Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο.

Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.

Είμαι βέβαιος πώς ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. ΑΜΗΝ

Μ. Καραγάτσης

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Είχε δύσκολο ύπνο, οι θόρυβοι τον ενοχλούσαν φοβερά, έβαζε ωτοασπίδες το βράδυ για να κοιμηθεί.

Κάθε δύο χρόνια αλλάζαμε σπίτι. Πάντοτε στον τελευταίο όροφο, για να μην έχουμε άλλους από πάνω και κάνουν θόρυβο.

Θυμάμαι στην Πλατεία Κυριακού (τώρα Πλατεία Βικτωρίας), μια παλιά μονοκατοικία. Τα σανίδια έτριζαν. Είχαμε μάθει όλοι στο σπίτι ποιο σανίδι τρίζει και ποιο όχι, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντοτε καλά. Έτσι οι καβγάδες δεν έλειπαν, οι φωνές του ακούγονταν στο δρόμο γιατί δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τις κρύψει.

«Όταν χάσω τον ύπνο μου, την άλλη μέρα είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος», έλεγε.

Τον εμπόδιζε και το φως, σκούρες κουρτίνες κρεμούσε στο παράθυρο και τις τζαμόπορτες.

Δύσκολος άνθρωπος, εκρηκτικός, υπερευαίσθητος, πολλές φορές εγωιστής αλλά καλόκαρδος.

Δεν ζήλεψε ποτέ τους καλούς, τους άξιους. Δίκαιος. Λογάριαζε τους ανθρώπους. Είχε χάρες, γοητεία, ζωντάνια, ανωτερότητα.

Δεν ήταν φτηνός, μικρός σε τίποτα.

Απόσπασμα από συνέντευξη της Νίκης Καραγάτση. Παρατίθεται στο «Σχεδίασμα βιογραφίας της Νίκης Καραγάτση» από τη Μαρίνα Καραγάτση, σε Άγγελος Δεληβορριάς (επιμ.), Νίκη Καραγάτση, Άγρα, Αθήνα 1997, σ. 34).

Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, με ψιλή βροχή, με σταματάει στο δρόμο ο Ακαδημαϊκός Σωκράτης Κουγέας, τακτικός συνεργάτης της Νέας Εστίας και στενός και σεβαστός φίλος, και μου λέει σχεδόν με αυστηρότητα: «Η Νέα Εστία, όσο δημοσιεύει τον Γιούγκερμαν, δεν μπορεί να έρχεται στο σπίτι μου. Έχω κορίτσια, αγαπητέ μου.

Πέτρος Χάρης, «Προφητικές κρίσεις», Νέα Εστία, 1536/1991, σ. 846.

Λένε για τον Καραγάτση πως είναι «σεξουαλικός συγγραφέας». Η εντύπωση που έχω είν' άλλη. Πρώτα-πρώτα, το σεξουαλικό στοιχείο δεν είναι το μόνο στις γραφές του Καραγάτση, κι ύστερα το στοιχείο αυτό δεν είναι μονοδιάστατο.

Εγώ θα έλεγα πως ο Καραγάτσης είναι, τη λέξη τώρα την εφευρίσκω, δεν ξέρω πώς να το πω αλλιώς τελοσπάντων, ερωτοσαρκικός, με ορισμένα εφόδια φροϋδισμού, με όχι όμως πλήρη γνώση του φροϋδικού κώδικα, όπως λ.χ. στον Ανδρέα Εμπειρίκο, παρεξηγημένον επίσης. Φανερώνει ο Καραγάτσης εξισορρόπηση σώματος και αισθήματος.

Ν. Δ. Καρούζος, «Μ. Καραγάτσης». Επανεκτίμηση του Μ. Καραγάτση, ό.π., σ. 47.

Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Έτσι, με το πεθαμένο αγγόνι της αγκαλιά βγαίνει απ' την κάμαρα. Περπατάει με κορμί στητό, με πόδι σταθερό, με μάτι τρομερό από το ξέσπασμα του θυμού που έδιωξε τη φρόνηση. Προχωρεί στο διάδρομο.

Με μια κλοτσιά ανοίγει την πόρτα της κάμαρας του Μηνά. Ο βρόντος έκανε δυο σκιές –δυο ανθρώπους– να ξυπνήσουν άξαφνα και ν' ανεγερθούν πάνω στο κρεβάτι.

Τα σκοτισμένα από τον ύπνο μάτια τους βλέπουν μέσα στο μισόφωτο το φοβερό διακαμό της γριάς να προχωρεί προς αυτούς, να στέκεται πάνωθέ τους. Οι καρδιές τους πάγωσαν, σταμάτησαν· τα κορμιά τους παράλυσαν.

Περίμεναν τ' αστροπελέκι του Θεού, που θα τους κάψει και θα τους λυτρώσει από μια ζωή αβάσταχτη: «Θεέ! Λυπήσου μας! Σκότωσέ μας! Τώρα, αμέσως, τούτη τη στιγμή!»

Αυτό που η Ρεΐζαινα κρατάει στην αγκαλιά της... Αυτό το κορμί...

-Το παιδί μου! ουρλιάζει η Μαρίνα.

Η Ρεΐζαινα καγχάζει στριγκά:

-Χαχά! Πάρε το παιδί σου! Σκρόφα!

Και με μανία, με λύσσα, πετάει το μικρό πτώμα πάνω στα δυο γυμνά κορμιά.

-Το παιδί μου! στριγκλίζει η Μαρίνα. Το παιδί μου!

Αρπάζει το νεκρό κορμί, το πασπατεύει, το αγκαλιάζει, το κοιτάει με μάτια ξέφρενα. Δε θέλει να πιστέψει. Δεν μπορεί...

-Τι το κοιτάς; σαρκάζει η γριά. Είναι πεθαμένο το παιδί σου!

Η Μαρίνα σωπαίνει. Κρατάει το μικρό πτώμα πάνω στο γυμνό της στήθος, με χέρια ξυλιασμένα. Κοιτάει πέρα, πουθενά, με μάτι γυμνό από φρόνηση. Τότε η Ρεΐζαινα σκύβει και πλησιάζει το πρόσωπο του Μηνά, που κειτόταν ασάλευτος κι ανέκφραστος, σα χτυπημένος από κεραυνό. Τον κοιτάει στα μάτια, με μάτια που σπαράζουν από σιχασιά, από μίσος. Και σουρώνοντας τα γέρικα χείλη της, τον φτύνει κατάμουτρα.

-Φτου σου! Άτιμε!

Αναστύλωσε ξανά το κορμί της. Ανάσανε με λυτρωμό. Και στητή, και μεγαλόπρεπη, και φοβερή βγήκε απ' την κάμαρα.

Η μεγάλη χίμαιρα, σσ. 375-378.

 

Διαβάστε περισσότερα εδώ

Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 − 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30». Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα «Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ. Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.