Μονάχα το πηγαίο, καθαρότατο γέλιο μπορεί, όχι βέβαια να νικήσει (αυτή δε νικιέται ποτέ) μα να εξουδετερώσει όσο ζούμε τη φρίκη της ζωής.
Η τραγωδία δεν μπορούσε να γεννηθεί (θα 'ταν αβάσταχτη για τον άνθρωπο), χωρίς να γεννηθεί, την ίδια στιγμή, κι η κωμωδία.
Είναι δίδυμες αδερφάδες.
Μονάχα όποιος ένιωσε την τραγικότητα της ζωής, αυτός μπορεί να νιώσει την απολυτρωτική δύναμη του γέλιου...»
. . .
«Κάπνιζα την πίπα μου ολομόναχος, ευτυχισμένος.
"Ευτυχία, συλλογίζουμουν, καθημερινό θάμα, απλό κάθε στιγμή συναπάντημα, που πολύ λίγα μάτια το βλέπουν!
Ευτυχία, που σε ζητούν υπερβολικά αψηλά ή υπερβολικά χαμηλά, και συ πατάς το χώμα που πατούμε και στέκεσαι δίπλα μας σά γυναικούλα και φτάνεις ίσια με την καρδιά μας!"»
. . .
«Την ανία, να τί ξέχασε ο σκοτεινός Φλωρεντίνος να βάλει στον πάτο του Άδη.
Τις μασέλες που ανοίγουν και χασμουριούνται.
Γιατί ο αδάμαστος εξόριστος ήταν γιομάτος πάθη, μισούσε, αγαπούσε, πεθυμούσε, ήταν σε ακατάπαυτο, ανήλεο οργασμό, και δε γνώρισε ποτέ του την ανία.
Δηλαδή την ουσία της Κόλασης.
Ο αληθινός διάβολος είναι το βουρκιασμένο πνέμα της ανίας...»
Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας: Ιαπωνία - Κίνα»