Νίκος Καβαδίας, «Βάρδια»

03.01.2020
Νίκος Καβαδίας, «Βάρδια»

-Είπες κάτι για τις γυναίκες.

- Ναι. Τις φοβάμαι.

- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.

- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω.

"-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".

Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι.

"-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".

Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".

Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε.

- Εσύ δε θα παντρευτείς;

- Όχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους να κατεβαίνουν πριν έρθει το καράβι στο μώλο και να περιμένουν όρθιες στο λιοπύρι ή στη βροχή. Τις είδα να τους αποχαιρετάνε στο σάλπα, βασανισμένες, σακατεμένες από τα ριξίματα, μ' ένα τσούρμο παιδιά να τις τραβάνε από το φουστάνι. Στερημένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει ο άντρας. Όταν βρεθεί ο έξυπνος, τις καταφέρνει με το πρώτο. Οι κερατάδες θαλασσοπνίγονται. Ένα σωρό ξέρω, που πήραν αρρώστιες από τις γυναίκες τους. Παράτα με σου λέω.

- Είσαι άδικος, μουρμούρισε μες από τα δόντια του ο Γεράσιμος. Παραμύθια μου αραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οι καλές, που σέβονται το ψωμί που τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε μοναχές τους. Δε μου λες; όταν λείπουμε πέντε και δέκα χρόνια, τι να σου κάμουνε; Κορμί το λένε.

[...]

- Άκου. Αν ποτέ βρισκόμουνα χαρμάνης από τσιγάρο κι από γυναίκα πάνου σ' ένα ξερονήσι και μου λέγαν να διαλέξω ένα από τούτα τα δυο, θα προτιμούσα το τσιγάρο. Το τσιγάρο.

- Κουταμάρες, Κανείς δεν ξέρει τι θα κάνει στην ώρα του.

- Μου 'χει τύχει κάτι σχετικό. Προτίμησα το τσιγάρο σου λέω.

- Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως τις αγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι απ' ό,τι πρέπει. Μπορεί κάποια να σου 'καμε μεγάλη ζημιά, για τούτο έχεις χολιάσει και μιλάς έτσι. Θα σου περάσει.

- Μπα. Τις αγαπάω βέβαια. Είναι χαρά θεού να τις βλέπεις γυμνές. Όμως να τις πληρώνεις ή να σε πληρώνουνε. Ο πιο σωστός τρόπος.

[...]

Σιχάθηκα πάντα κείνα τα σάπια λόγια. "Άφησε με... δε θέλω... Πες μου πρώτα πως μ' αγαπάς... πως δε θα φύγεις ποτέ". Κι άμα τελειώσεις, να μην μπορείς να το σκάσεις αμέσως. Να 'σαι υποχρεωμένος να την παρηγορήσεις, σαν να την είχες δείρει, να την είχες προσβάλει. Αναγούλα. Μαθήματα πήρα πάντα, μόνο απ' αυτές που λέμε δημόσιες.

 

Νίκος Καβαδίας, «Βάρδια»-αποσπάσματα