Νί­κος Δή­μου - Σάν­τσο;

04.03.2021
Νί­κος Δή­μου - Σάν­τσο;

Σήμερα μοῦ ἔ­φε­ραν ἕ­ναν νέ­ο τρό­φι­μο. «Δὸν Κι­χώ­της».

Ἡ καρ­τέ­λα του λέ­ει: «Ἤ­ρε­μος καὶ ἀ­βλα­βής». (Ὅ­σο κι ἂν μοιά­ζει νού­με­ρο πα­λαι­ᾶς ἐ­πι­θε­ώ­ρη­σης, ὑ­πάρ­χουν στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α μας καὶ Να­πο­λέ­ον­τες καὶ Με­γα­λέ­ξαν­δροι…)

Ἔ­μοια­ζε μὲ τὸν πα­ρα­δο­σια­κὸ Δὸν Κι­χώ­τη, ὅ­πως τὸν ζω­γρά­φι­σε ὁ Ντο­ρέ. Ψη­λός, ξε­ρα­κια­νός, μὲ μού­σι τρά­γου.

«Ὁ ἀ­γώ­νας συ­νε­χί­ζε­ται», μοῦ εἶ­πε ἐμ­πι­στευ­τι­κά.

Τὰ μά­τια του ἦ­ταν γα­λα­νά, ξε­πλυ­μέ­να.

«Εἴ­μα­στε πολ­λοί – κι ἂς μὴ φαι­νό­μα­στε», συ­νέ­χι­σε. «Θὰ τὸν ἀλ­λά­ξου­με τὸν κό­σμο.»

Σώ­παι­να. Τί νὰ πῶ;

Με­τὰ μὲ ἔ­πι­α­σε ἀ­πὸ τοὺς ὤ­μους καὶ κοι­τών­τας με στὰ μά­τια, μοῦ ἐ­ξή­γη­σε τὸ πρό­βλη­μά του.

«Γιὰ νὰ πε­τύ­χου­με, ὅ­μως, χρει­α­ζό­μα­στε πι­στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες.

Πάν­τα ἐ­μεῖς οἱ ἱπ­πό­τες βα­σι­ζό­μα­σταν στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες μας. Ὁ Σάν­τσο Πάν­τσα τά­ι­ζε καὶ ξύ­στρι­ζε τὸν Ρο­σι­νάν­τε, ἑ­τοί­μα­ζε καὶ τὸ δι­κό μου φα­γη­τό.

Χω­ρὶς αὐ­τὸν εἶ­μαι ἄ­χρη­στος. Ἔ­χε­τε μή­πως κα­νέ­ναν ἐ­δῶ;»

Τί νὰ τοῦ πῶ; Ὅ­τι τριά­ντα χρό­νια ψυ­χί­α­τρος εἶ­χα δεῖ ἀρ­κε­τοὺς Δὸν Κι­χῶ­τες, ἀλ­λὰ οὔ­τε ἕ­ναν Σάν­τσο;

Νί­κος Δή­μου