Ἀντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σὰν θρόϊσμα νεκρῶν φύλλων, καὶ τὸ κελάρυσμα τῶν νερῶν, τὸν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο θόρυβο ποὺ κάμνει ἡ ρόδα τοῦ μύλου. Ἕνας τροχός, ἕνα ἀλέτρι, ἀστέρια, κι’ ἀρχίζουν τὰ θαύματα καὶ τὰ μάγια τῆς νύχτας.
Μὲ τὰ χείλια κολλημένα στ’ ἄσπρα της πόδια,
στοχάσου καλά,
λέγε μέσα σου πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἐλπίζης, πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ πιστεύης,
πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἱκετεύης,
πὼς δὲ θὰ πάψης ποτὲ νὰ ἐπιστρατεύης ὅλη τὴν ἀγάπη, ποὺ ἔχεις μέσα σου κρυμμένη,
ἐνάντια στὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. »
Ν. Εγγονόπουλος
(απὸ τη συλλογή «Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδῶνες» )