Ο πόλεμος με τον μισητό, μειονεκτικό εχθρό-εαυτό επιζητά αφορμές να μεταφέρει την οργή του, την πίκρα του, την απογοήτευση της αδυναμίας του έξω.
Την αυτοτιμωρία που αισθάνεται πως διψά τη μετατρέπει σε τιμωρία κατά άλλου.
Για άλλη μια φορά να ρίξει το φταίξιμο μακριά, σαν ασθένεια μολυσματική, σαν βρόμικο ρούχο, να γλυτώσει απ' την αυτομομφή και τη φριχτή ενοχή.
Και όσο πιο απλός και αγαθός είναι ο απέναντι, τόσο θα του θυμώνει, όπως θυμώνουμε με τον καθαρό καθρέφτη μας όταν τον κοιτάμε και μας στέλνει πίσω, ως είδωλο, ένα τέρας.
Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά που μας φτιάχνουν καθρέφτη, χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εξαιρετικό.
Μόνο με το βλέμμα, με το χαμόγελο, τη λάμψη που έρχεται από μέσα τους.
Κάποιοι αναζητούν να πλησιάσουν τέτοια πρόσωπα, να καθρεφτιστούν, και κάποιοι τρέχουν μακριά τους, συκοφαντώντας τα, μέσα στο μυαλό τους έστω, για δικαιολογία.
Μάρω Βαμβουνάκη, «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα» -απόσπασμα
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου