Κική Δημουλά, «Κάθε Σάββατο»

22.08.2024
Κική Δημουλά, «Κάθε Σάββατο»

«Με κοιτάζουν οι γλάστρες απότιστες.
Το καντήλι σβηστό δεν με κοιτάζει.

Αυτός ο γεροξεκούτης με κατάφερε να αργώ.

Στην αρχή παρακαλούσε
το είχε ανάγκη να βλέπει κάθε μέρα.
Ύστερα άλλαξε συχνότητα
και τάχα εγώ δεν άκουσα καλά
να ‘ρχομαι μέρα παρά μέρα εννοούσε.

Μια παραμέρα αργότερα καθώς
με είδε με τη γλώσσα έξω κάθιδρη
φορτωμένη λουλούδια και υπακοή
έπεσε απ’ τα σύννεφα
τι θες εδώ καθημερινή, σ’ το είπα
δουλεύουν οι ψυχές στα διυλιστήρια
να ‘ρχεσαι κάθε Σάββατο που είναι αδειούχες.

Το περασμένο Σάββατο
είχε επιδεινωθεί η αμνησία του.
Καθώς με είδε με τη γλώσσα έξω κάθιδρη
φορτωμένη με πολλήν υπακοή και λίγα λουλούδια
την μάλωσε σκληρά την ανταλλακτική
αγάπη που σου έφερα –
είχε η προηγούμενη αδειάσει.

Πάλι εσύ εδώ, της είπε, σ’ είχα για πεθαμένη
άντε, καιρός να αραιώσουν τα αφρόλουτρα
οι μοσχολίβανες μαλάξεις με υακίνθους
λευκαντικούς. Τώρα το χειμώνα
λερώνεται λιγότερο η κλεισούρα.
Σκέψου λίγο και τον εαυτό
της αντοχής σου δεν είναι από σίδερο
των συναισθημάτων σου η υγεία κλονισμένη
τα έχει τα χρονάκια της κι η ωριμότητά σου
θέλει προφύλαξη μην την εκθέτεις στα κρύα
μάρμαρα.

Προπάντων που
όσο συχνότερα έρχεσαι
τόσο περισσότερο αργείς να συγχωρήσεις.
Ξεχνώντας τους αυτομάτως συγχωρείς.
Μοιάζουν σαν δίδυμες
η λησμονιά με τη συγγνώμη.

Τέτοιες μωρολογίες άκουσα. Τι περιμένεις
από τόσων ετών χρόνο.

Κι όμως τον εφαρμόζω.

Έτσι μας έμαθαν
ν’ ακούμε των μεγάλων τη σοφή
φθορά.»

Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος