Ελάχιστοι είναι οι ευλογημένοι εραστές που τους χαρίστηκε αγάπη μαζί με τον έρωτά τους.
Τους χαρίστηκε; Το κατόρθωσαν;
Είναι μία απορία που θα διαρκεί για πάντα.
Τείνω πάντως στην προσωπική ευθύνη μας και εδώ.
Επειδή δεν είναι αγάπη ο έρωτας, μπορεί να μιμείται θαυμάσια την αγάπη όσο διαρκεί.
Είναι το μέγιστό του άλλοθι.
Και μια και μιμείται την αγάπη, οφείλει να τηρεί τους όρους της.
Η αγάπη λοιπόν έχει πρώτο μέλημα την επιθυμία και την ανάγκη του αγαπημένου.
Την επιθυμία του και τη δυνατότητα για το πόσες προσφορές αντέχει να δέχεται.
Σημασία έχει ο άλλος πράγματι να χαίρεται.
Όχι να τον βιάζεις να χαίρεται -διότι επικρατεί το κλισέ πως «τα δώρα δίνουν χαρά».
Η υπερ-δόση φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τη δόση αποτελέσματα, κάνει το φάρμακο φαρμάκι, την ευφροσύνη του οίνου αλκοολισμό, την έκπληξη πλήξη.
Μόνο στο μέτρο ισορροπεί και ανθεί η ουσία, στο κέντρο του κονταριού, που μας βοηθά να προχωράμε σχοινοβάτες στους δεσμούς∙ στα άκρα γέρνει και γκρεμίζεται.
Δεν είναι τεχνική η διακριτικότητα, είναι καλλιτεχνία, είναι καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, γενναιότητα και αρχοντική αγάπη.
Γυρεύει την άνεση της ψυχής του αγαπημένου, τιμάει την ελευθερία του, προσέχει να μην του εκβιάζει το φιλότιμο.
Η υπερπροσφορά είναι στο βάθος πολύ μεγάλος εγωισμός, το ίδιο μίζερη όσο και η τσιγκουνιά.
Μάρω Βαμβουνάκη, «Κυριακή Απόγευμα στη Βιέννη» - Εκδ. Ψυχογιός