μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —
απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.
Γιάννης Ρίτσος, «ΕΛΕΝΗ» -απόσπασμα